ΜΙΑ ΣΒΗΣΤΡΑ κάποτε σε ένα θρανίο ήταν πολύ αυστηρή με τα λάθη των άλλων. "Γι’ αυτό είμαι εγώ εδώ, για να σας διορθώνω", έλεγε και ξανάλεγε στα άλλα σχολικά είδη. Αυτά πάλι, τόσο είχαν κουραστεί από τη συμπεριφορά της, που δεν ήθελαν να τη βλέπουν ούτε ζωγραφιστή.
Το κακό παράγινε όταν κάποια στιγμή το μολύβι που αγαπούσε πολύ τη ζωγραφική, θέλησε να ζωγραφίσει ένα σύννεφο. Έτσι λοιπόν πήρε ένα λευκό χαρτί και άρχισε να σχεδιάζει γραμμές. Μόλις το είδε η σβήστρα το πέρασε για μουντζούρα και έτσι, εκνευρισμένη και με πολύ αυστηρή γλώσσα του είπε: "Δεν έχουμε πει να μην κάνετε μουντζούρες όταν γράφετε;". Έπειτα του πήρε το χαρτί απ’ τα χέρια και τα έσβησε όλα. Το μολύβι πάλι, όπως είναι φυσικό, έβαλε τα κλάματα.
"Δεν φταις εσύ, αλλά αυτή που κοιτάει τα λάθη των άλλων και όχι τα δικά της", είπαν στο μολύβι μερικές ξυλομπογιές που βρισκόντουσαν πεταμένες στο θρανίο. Αυτό πάλι έκλαιγε τόσο δυνατά που δεν παρηγορούνταν με τίποτα. "Ούτε ζωγραφιστή..." σιγομουρμούριζε, ώσπου έξω έπεσε σκοτάδι, και τα σχολικά είδη πήγαν στην τσάντα για να κοιμηθούν. Το βράδυ στριφογυρνούσε χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί, και συνέχισε να σιγομουρμουρίζει... "...ούτε ζωγραφιστή".
"Καλό είναι να βλέπουμε τα λάθη μας κατάματα και όχι να τους δίνουμε περισσότερη ή λιγότερη αξία απ’ όση τους αναλογεί", του είπε ένα διορθωτικό που είχε καταλάβει τι είχε γίνει και δεν του κολλούσε ύπνος. Το καλό μας μολύβι προβληματίστηκε πολύ, αφού δεν πολυκατάλαβε τι σήμαιναν αυτά τα λόγια. Μετά από λίγο όμως, και αφού το χώρεσε καλά καλά στο μυαλό του, είπε: "Ίσως πρέπει να αρχίσω να τη βλέπω ζωγραφιστή τότε". Με αυτά τα λόγια έπεσε για ύπνο.
Το επόμενο πρωί που σηκώθηκε πήρε ένα άσπρο χαρτί και σε αυτό ζωγράφισε μια σβήστρα. Φρόντισε ώστε η κάθε γραμμή να είναι τόσο καλοσχεδιασμένη και τόσο ευθεία, που η ζωγραφιά να μοιάζει τέλεια. Έπειτα ζήτησε από τις ξυλομπογιές να βάλουν χρώμα, κεραμιδί για το κάτω μέρος και μπλε για το πάνω. Μόλις το έργο τέχνης ολοκληρώθηκε, το μολύβι φώναξε τη σβήστρα να το δει.
"Καλή μου σβήστρα, εκεί που ζωγράφιζα ένα πραγματικό αριστούργημα, έκανα ένα τόσο δα, μικρό μικρό λάθος. Μήπως μπορείς να το βρεις και να με διορθώσεις;", τη ρώτησε. Αυτή πάλι, ενθουσιάστηκε τόσο που έτρεξε να δει τι ακριβώς ήταν αυτό που θα διόρθωνε. Χάρηκε δε πάρα πολύ που επιτέλους βρέθηκε κάποιος να της ζητήσει από μόνος του να τον διορθώσει.
Μόλις όμως αντίκρισε τη ζωγραφιά, απόρησε. "Μια... σβήστρα;", ρώτησε, και έπειτα άρχισε να την παρατηρεί με κάθε λεπτομέρεια, για να βρει το λάθος. Όσο όμως την παρατηρούσε, τόσο ένιωθε να μαγεύεται από αυτή, σαν να κοιτούσε την αντανάκλασή της στον καθρέφτη. Θαμπώθηκε τόσο που δεν μπόρεσε να βρει ούτε ένα τόσο δα μικρό ψεγάδι, παρά μόνο έμεινε να κοιτάζει τη ζωγραφιά με απορία.
"Τόση δα αυτογνωσία να είχες, θα έβλεπες ότι λείπει το άσπρο περίγραμμα", της είπαν οι ξυλομπογιές, και συμπλήρωσαν: "Μάθε λοιπόν πρώτα να αναγνωρίζεις τα λάθη σου, και μετά βλέπεις των άλλων". Αυτή ντράπηκε τόσο μόλις το άκουσε που πήρε τη ζωγραφιά και κρύφτηκε πίσω της να μην τη βλέπουν.
Από εκείνη τη μέρα, προσπάθησε να διορθώνει πρώτα τα δικά της λάθη, και μετά των άλλων.