Τα πολύ παλιά χρόνια, ο βασιλιάς των ζώων, το λιοντάρι, οργάνωσε ένα πολύ μεγάλο γλέντι στο οποίο προσκάλεσε όλα τα ζώα για να φάνε και να πιουν μαζί. Αφού το γλέντι φούντωσε για τα καλά και το κρασί έρεε άφθονο, οι αρχηγοί των ζώων σηκώνονταν ένας-ένας για να βγάλουν λόγο. Έτσι λοιπόν ο αρχηγός των σκουληκιών σηκώθηκε όρθιος και είπε μπροστά σε όλους πως τα σκουλήκια ήταν τα πιο δυνατά, και πως κανένας, ούτε καν ο ελέφαντας, δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί τους.
Η κουβέντα αυτή του βασιλιά των σκουληκιών εξόργισε τα μυρμήγκια, τα οποία διαμαρτυρήθηκαν στο λιοντάρι. Έτσι λοιπόν αυτός σκέφτηκε πως ο καλύτερος τρόπος για να λυθεί η διαμάχη ήταν το να συναντηθούν οι δυο πλευρές έξω στα χώμματα και να το λύσουν μόνοι τους. Όρισε πως η μάχη θα δίνονταν την τρίτη μέρα του γλεντιού, και ζήτησε από όλα τα ζώα να γίνουν μάρτυρες.
Τα μυρμήγκια βγήκαν από την φωλιά τους το πρωι σε χιλιάδες και μιλιούνια, και, όπως συνηθίζεται, πήγαν με βηματισμό και σε ευθεία γραμμή μέχρι το πεδίο μάχης. Μπροστά έβαλαν ανιχνευτές, φρουρούς αλλά και στρατιώτες να φυλούν τα πλαϊνά. Έφτιαξαν δηλαδή μια κανονική φάλαγγα.
Τα σκουλήκια πάλι, ανοργάνωτα και απροετοίμαστα, εμφανίστηκαν στο πεδίο της μάχης χωρίς σχέδιο. Η μάχη κράτησε μόλις μερικά λεπτά, αφού τα μυρμήγκια, σωστοί πολεμιστές, καταπλάκωσαν τα σκουλήκια και τα έτρεψαν σε φυγη.
Ο βασιλιάς λιοντάρι τότε αποφάσισε πως τα μυρμήγκια είχαν καταφέρει μια εύκολη νίκη, και πως τα σκουλήκια θα έπρεπε να παραδεχθούν την κατωτερότητά τους. Αυτά πάλι, από την ντροπή τους αποφάσισαν να ζουν κάτω από το έδαφος της γης. Βγαίνουν μόνο μετά τη βροχή που οι δρόμοι αδειάζουν, και αν τύχει να συναντήσουν τον οποιονδήποτε, τρέχουν να κρυφτούν καθώς φοβούνται τους πάντες.