(βασισμένο πάνω σε νιγηριανό μύθο)
Τα πολύ παλιά χρόνια ο ήλιος και το νερό ήταν φίλοι, και οι δυο τους ζούσαν μαζί στην γη. Ο ήλιος επισκέπτονταν το νερό συχνά, αλλά το νερό δεν επέστρεφε την επίσκεψη ποτέ. Κάποια στιγμή ο ήλιος σκέφτηκε να ρωτήσει το νερό πως και δεν καταδέχονταν να έρθει στο σπίτι του.
Το νερό τότε του απάντησε: "Αν θέλεις να σε επισκεφτώ, θα πρέπει να χτίσεις ένα πολύ μεγάλο σπίτι. Γιατί αυτό που έχεις μπορεί να είναι μεγάλο, αλλά δεν φτάνει να χωρέσει το νερό της γης".
Ο ήλιος υποσχέθηκε να χτίσει ένα σπίτι αρκετά μεγάλο, και σύντομα επέστρεψε για να βρει την γυναίκα του, την σελήνη, η οποία τον υποδέχθηκε με ένα μεγάλο χαμόγελο ανοίγοντας την πόρτα. Ο ήλιος της είπε την υπόσχεσή του, να χτίσει δηλαδή ένα σπίτι τόσο μεγάλο που να χωράει αυτούς, αλλά και το νερό. Την επόμενη κιόλας μέρα ξεκίνησε να το χτίζει.
Μόλις το τελείωσε, ζήτησε από το νερό να έρθει να τον επισκεφτεί. Το νερό του χτύπησε την πόρτα και τον ρώτησε από την χαραμάδα αν ήταν σίγουρος πως τον ήθελε στο σπίτι του. "Ναι βέβαια, πέρασε φίλε μου", του είπε ο ήλιος.
Τότε το νερό άρχισε να ρέει στο σπίτι, μαζί με όλα τα ψάρια του και τα άλλα θαλάσσια ζώα. Σύντομα το σπίτι πλημμύρισε, και έτσι το νερό ξαναρώτησε τον ήλιο και το φεγγάρι αν συνέχιζαν να θέλουν να τον φιλοξενήσουν. "Ναι φίλε μου", του είπε ο ήλιος.
Όταν το νερό έφτασε μέχρι το ταβάνι, ρώτησε τον ήλιο και το φεγγάρι για ακόμη μια φορά: "Με θέλετε ακόμη στο σπίτι σας;". Τόσο ο ήλιος όσο και το φεγγάρι καλόπιστα και με μια φωνή του είπαν: "σε θέλουμε!".
Και έτσι το σπίτι γέμισε νερό, μα και λογής λογής ψάρια, χταπόδια, όστρακα και άλλα θαλάσσια ζώα, τόσο που δεν χωρούσαν άλλο. Ώσπου η σκεπή ανατινάχθηκε, και το νερό χύθηκε έξω σε χείμαρρους και ποτάμια, πνίγοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Όταν η πλημμύρα καταλάγιασε, αποκαλύφθηκε μια γη εύφορη και γεμάτη πρασινάδα.
Όσον αφορά τον ήλιο και το φεγγάρι; Όχι μόνο δεν πνίγηκαν, αλλά για την φιλοξενία τους οι θεοί τους αντάμειψαν με ένα μόνιμο σπίτι ψηλά στα ουράνια.