Τα πολύ παλιά τα χρόνια, ζούσε στην γη ένας καλός και δίκαιος βασιλιάς. Λένε ότι ήταν τόσο πλούσιος και φιλόξενος που έκανε μεγάλα φαγοπότια, στα οποία καλούσε όλα τα εξημερωμένα ζώα. Ποτέ του δεν φώναζε τα άγρια ζώα, τα θηρία, γιατί τα φοβόταν.
Σε ένα από αυτά τα φαγοπότια λοιπόν, κάλεσε τόσα πολλά ζώα που δεν έφταναν οι υπηρέτες του για να τα σερβίρουν. Έτσι λοιπόν ζήτησε από την αγελάδα να καθίσει στην κεφαλή του τραπεζίου και να αναλάβει τα ζώα που καθόταν στο ίδιο τραπέζι. Αυτή μετά χαράς δέχτηκε, και ξεκίνησε να σερβίρει. Ξέχασε όμως να σερβίρει την μύγα, γιατί ήταν τόσο μικρή που δύσκολα την έβλεπε. Και έτσι αυτή έμεινε να περιμένει υπομονετικά στην σειρά της.
Κάποια στιγμή η μύγα είδε που είχαν σερβιριστεί όλοι το πρώτο πιάτο, και φώναξε στην αγελάδα. Αυτή όμως δεν αξίωσε καν να την κοιτάξει στα μάτια και της απάντησε: "Υπομονή, καλή μου φίλη, και θα έρθει η σειρά σου".
Όταν ήρθε το δεύτερο πιάτο, η αγελάδα πάλι ξέχασε την μύγα. Όταν της παραπονέθηκε, η αγελάδα πάλι κοίταξε αλλού. Και έπειτα πάλι στο τρίτο, και στο τέταρτο πιάτο, μέχρι και το επιδόρπιο. Και έτσι η μύγα πήγε νηστική για ύπνο.
Την επόμενη μέρα η μύγα διαμαρτυρήθηκε στον βασιλιά, ο οποίος αποφάσισε ότι αδικήθηκε από την αγελάδα, αφού δεν της έδωσε το μερίδιό της. "Αφού λοιπόν δεν αξίωσε καν να σε κοιτάξει στα μάτια όταν της διαμαρτυρήθηκες, θα παίρνεις και συ το μερίδιό σου από τα μάτια της", της είπε ο βασιλιάς. Από τότε οι μύγες τριγυρίζουν συνέχεια τα μάτια της αγελάδας, ψάχνοντας για το μερίδιό τους, όπως ακριβώς όρισε ο βασιλιάς.