ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΑΛΑΚΙ ΑΡΩΜΑ στα ράφια ενός αρωματοπωλείου υπερηφανευόταν πολύ για την μυρωδιά του, αφού ήταν παρασκευασμένο από εκχυλίσματα ενός λουλουδιού τόσο σπάνιου και εξωτικού που ούτε το ίδιο δεν μπορούσε να προφέρει το όνομά του.
Ώσπου μια μέρα, ένας κύριος που φορούσε ένα ακριβό και λαμπερό κοστούμι, κοντοστάθηκε και το μύρισε. "Μια περιουσία θα έδινα να το αγοράσω... αν είχα...", είπε καθώς η ευωδία του έφτασε στα ρουθούνια. Έπειτα έκλεισε το μπουκαλάκι και το τοποθέτησε πίσω στο ράφι.
"Είναι μια αλήθεια πως αξίζω πράγματι μια περιουσία", είπε το μπουκαλάκι με το άρωμα στα άλλα μπουκάλια στο ράφι. Έτσι έβαλε στόχο να πουλήσει τον εαυτό του όσο πιο ακριβά μπορούσε. Μόλις λοιπόν σιγουρεύτηκε πως η πωλήτρια του αρωματοπωλείου δεν το έβλεπε, έριξε ένα σάλτο και πήδηξε από το ράφι, ύστερα ξεχύθηκε στους δρόμους της πόλης για να κάνει την τύχη του. Βρήκε λοιπόν έναν έμπορο και του ζήτησε να το βγάλει σε δημοπρασία, ώστε οι υποψήφιοι αγοραστές να δώσουν όσα περισσότερα μπορούσαν για να το αγοράσουν.
Πρώτος λοιπόν το αγόρασε ένας πλούσιος, ο οποίος όμως ήταν πολύ μόνος του στη ζωή και δεν είχε καθόλου φίλους. Έδωσε λοιπόν μια περιουσία να το αγοράσει, όμως στενοχωρήθηκε πολύ μόλις συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε κανείς να το μυρίσει και να τον θαυμάσει. Έτσι λοιπόν μετά από λίγες μέρες το έδωσε πίσω στον έμπορο.
Δεύτερος το αγόρασε ένας ζωγράφος, ο οποίος ενθουσιάστηκε πολύ μόλις το μύρισε. Όσο μεγάλος ήταν ο ενθουσιασμός του όμως, άλλος τόσος ήταν ο θυμός του όταν το φόρεσε στην αμέσως επόμενη έκθεση ζωγραφικής που διοργάνωσε, στην οποία όλοι θαύμασαν το άρωμά του μα κανένας τα έργα του. Έτσι λοιπόν το γύρισε πίσω στον έμπορο απ' τον οποίο το πήρε.
Τρίτος το αγόρασε ένας ερωτευμένος, ο οποίος τόσο τυφλωμένος ήταν απ' τον έρωτά του που έδωσε όλη του την περιουσία για να το αγοράσει. Έπειτα ψεκάστηκε ολόκληρος με δαύτο και πήγε στο ραντεβού για να βρει την καλή του. Μόλις όμως αυτή το μύρισε κοκκίνησε ολόκληρη, αφού ήταν αλλεργική στα εξωτικά αρώματα. Έτσι όχι μόνο δεν την εντυπωσίασε αλλά και θύμωσε πολύ: αντί να πάει το άρωμα πίσω στον έμπορο, το πέταξε μέσα σε ένα ποτάμι.
"Τι κι αν πούλησα τον εαυτό μου ακριβά, δεν κατάφερα τίποτα...", μουρμούρισε το μπουκαλάκι απογοητευμένο και έκανε νόημα σε έναν άνθρωπο που βρισκόταν εκεί κοντά να το βγάλει απ' το νερό και να το περιμαζέψει. Αυτός πέταξε απ' τη χαρά του μόλις είδε ότι έπεσε στα χέρια του ένα άρωμα τόσο σπάνιο και δυσεύρευτο που κανονικά θα έπρεπε να δώσει μια περιουσία για να το αποκτήσει.
Ήταν ένας συγγραφέας, ο οποίος μέθυσε τόσο πολύ από συγκεκριμένο το άρωμα, που στο φεγγαρόφως έγραψε το πιο όμορφο μυθιστόρημα, το οποίο μέσα στους επόμενους μήνες έγινε ανάρπαστο και του χάρισε μια περιουσία.