ΕΝΑ ΠΑΝΤΖΑΡΙ ΚΑΠΟΤΕ στενοχωριόταν πολύ κάθε φορά που έξω έβρεχε και αναγκαζόταν να μένει κλεισμένο μέσα στους τέσσερις τοίχους του μανάβικου. Τόσο άβολα ένιωθε μάλιστα που οι τοίχοι ήταν γκρίζοι και άχαροι, που δεν ήξερε τι του έφταιγε και έτσι φρόντιζε ώστε με το που έβγαινε ήλιος να βγαίνει κατευθείαν έξω να τον χαρεί.
Ώσπου μια μέρα που είδε το σπαράγγι να ζωγραφίζει έναν πίνακα, σκέφτηκε πως αν έβαφε τους τοίχους του μανάβικου σε κάποιο άλλο πιο, ευχάριστο χρώμα θα ένιωθε λιγότερο άβολα.
"Τι θα λέγατε να τους βάψουμε με κάποιο πιο φωτεινό χρώμα;", ρώτησε τα άλλα φρούτα και λαχανικά και αυτά τα χίλια ζόρια συμφώνησαν, αφού δεν άντεχαν να το βλέπουν στενοχωρημένο. "Θα πρέπει όμως να βγει κάτι όμορφο από αυτό", του είπαν και του ζήτησαν να βρει κατάλληλα χρώματα για να βάψει τους τοίχους. Έτσι λοιπόν κι αυτό πήγε στην κοντινότερη πόλη και προμηθεύτηκε για αρχή τρια κουτιά, ένα με κόκκινο, ένα με πράσινο και ένα μπλε χρώμα, καθώς και πινέλα, φόρμες εργασίες και εφημερίδες.
Αφού λοιπόν έστρωσε τα φύλλα εφημερίδας στο πάτωμα, άνοιξε πρώτη την κόκκινη μπογιά και βούτηξε μέσα το πινέλο. Έπειτα με γρήγορες κινήσεις άπλωσε την μπογιά στον πρώτο τοίχο και συνέχισε την ίδια κίνηση, ώσπου μετά από αρκετή ώρα είχε καλύψει και τους τέσσερις τοίχους με κόκκινη μπογιά. Μόλις ολοκλήρωσε το έργο του, φώναξε τα άλλα φρούτα και λαχανικά να του πουν γνώμη. "Σαν τα μούτρα σου το έκανες", του είπαν όμως αυτά και το αποπείραν, αφού το κόκκινο δεν ταίριαζε καθόλου στους τοίχους ενός μανάβικου.
Τη δεύτερη φορά σκέφτηκε να βάψει το μανάβικο σε πράσινο χρώμα. Άνοιξε λοιπόν το κουτί με την πράσινη μπογιά, έπειτα έπιασε το πινέλο και άρχισε να βάφει τους τοίχους. Όταν μετά από πολλή ώρα κατάφερε να βάψει και τους τέσσερις τοίχους, φώναξε τα άλλα φρούτα και λαχανικά να του πουν γνώμη. Όμως και αυτή τη φορά το αποπείραν: "σα λιβάδι το έκανες", του είπαν και του ζήτησαν να βρει άλλο χρώμα να το βάψει.
Έτσι κι αυτό την τρίτη φορά έβαψε το μανάβικο μπλε, αφού ήταν το μόνο χρώμα που του είχε απομείνει. Αφού όμως είχε ήδη περάσει τους τοίχους με άλλες δυο στρώσεις χρώμα, φρόντισε ώστε να απλώσει περισσότερη μπογιά για να καλύψει τα προηγούμενα βαψίματα. Χρησιμοποιήσε μάλιστα τόση μπογιά για να βάψει τους τρεις πρώτους τοίχους και το ταβάνι που όταν έφτασε στον τέταρτο τοίχο η μπογιά έφτασε τόσο ώστε να καταφέρει να βάψει μόνο τον μισό.
"Είναι πολύ πιο ωραίο έτσι το μανάβικο γιατί θυμίζει τον ουρανό", του είπαν τα άλλα φρούτα και λαχανικά και του ζήτησαν να πάει στην πόλη και να φέρει κι άλλη μπογιά ώστε να ολοκληρώσει και τον τέταρτο τοίχο.
Έτσι το καλό μας παντζάρι κίνησε για την πόλη όπου αγόρασε ένα ακόμη κουτί με μπλε μπογιά, όμως στο δρόμο του γυρισμού ξέσπασε βροχή κι έτσι αυτό κρύφτηκε κάτω από ένα υπόστεγο για να προφυλαχτεί. Όταν μετά από λίγο η βροχή σταμάτησε, τα σύννεφα διαλύθηκαν και καταμεσής στον ουρανό βρέθηκε ένα πανέμορφο ουράνιο τόξο με όλα τα χρώματα: κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, μπλε και μοβ. Μόλις το είδε το παντζάρι μαγεύτηκε τόσο που πήγε πίσω στην πόλη και αγόρασε και άλλους τόσους κουβάδες με μπογιά, έπειτα γύρισε πίσω στο μανάβικο και στρώθηκε στη δουλειά.
"Πως σας φαίνεται το αριστούργημά μου;", ρώτησε τα άλλα φρούτα και λαχανικά και τους έδειξε τον τέταρτο τοίχο, στον οποίο πλέον βρισκόταν ζωγραφισμένο ένα πανέμορφο ουράνιο τόξο. "Αυτό μάλιστα!", του είπαν αυτά που έμειναν με το στόμα ανοιχτό μόλις το αντίκρισαν και ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και το παντζάρι άρχισε να ζωγραφίζει σύννεφα και ήλιο.
Και έτσι οι τοίχοι του μανάβικου βάφτηκαν στα χρώματα του ουρανού και το καλό μας παντζάρι χαιρόταν να μένει μέσα στο μανάβικο, ειδικά όταν έξω έβρεχε.