ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΜΠΑΛΑ ΚΑΠΟΤΕ φοβόταν πολύ τα ύψη. Όσο βρισκόταν μέσα στο χαρτοκούτι μαζί με τις άλλες μπάλες όλα ήταν καλά και όμορφα. Όταν όμως ήρθε η ώρα η νοικοκυρά να στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο, αυτή αγχώθηκε πάρα πολύ μόνο και μόνο στην ιδέα ότι για όλη την διάρκεια των γιορτών θα χρειαζόταν να κρέμεται από τα κλαδιά του δέντρου, χωρίς να πατάει στο έδαφος.
"Θεέ μου γιατί να μου τύχει εμένα αυτό", είπε, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση και η νοικοκυρά τη βούτηξε και την κρέμασε σε ένα κλωνάρι. Έπειτα κρέμασε δίπλα της και άλλες μπάλες, κόκκινες, πράσινες και χρυσαφιές, καθώς και πολύχρωμα φωτάκια που αναβόσβηναν και στην κορυφή του δέντρου ένα ολόχρυσο αστέρι. Τόσο πολύ μάλιστα αγαπούσε αυτό που έκανε, που σκέφτηκε να κρεμάσει από το δέντρο βελανίδια που είχε μαζέψει προηγουμένως από την εξοχή. Όσο αυτή όμως στόλιζε, την καλή μας μπάλα την είχε λούσει κρύος ιδρώτας, αφού φοβόταν πολύ τόσο μακριά που βρισκόταν από το έδαφος.
"Μα τι έπαθες;", τη ρώτησαν οι άλλες μπάλες μόλις η νοικοκυρά τέλειωσε με το στόλισμα.
"Ε να... φοβάμαι πολύ τα ύψη και είναι η πρώτη φορά που κρέμομαι από τόσο ψηλά", τους απάντησε αυτή. Αυτές όμως έβαλαν τα γέλια, αφού η απάντηση τους φάνηκε αστεία. Και έτσι αυτή έμεινε μόνη τη αβοήθητη, αποφεύγοντας να κοιτάξει χαμηλά μην τυχον και ζαλιστεί.
Ώσπου κάποια στιγμή η νοικοκυρά έκλεισε τα φώτα του δωματίου και πήγε για ύπνο. Έμειναν όμως τα πολύχρωμα φωτάκια του δέντρου να αναβοσβήνουν στο σκοτάδι, ώστε να φέγγουν στα πανέμορφα στολίδια του δέντρου. Τότε η μπάλα σιγομουρμούρισε: "Καλύτερα έτσι, τώρα τουλάχιστον δεν θα βλέπω από πόσο ψηλά κρέμομαι.", και τόλμησε να κοιτάξει χαμηλά μέσα στα σκοτάδια.
Αφού κοίταξε καλά καλά, σκέφτηκε να ρίξει ένα θαρραλέο σάλτο για να γλιτώσει, δίχως να γνωρίζει από πόσο ψηλά κρεμόταν. Τότε προς μεγάλη της έκπληξη, είδε ένα χαριτωμένο σκιουράκι το οποίο είχε τρυπώσει μέσα στο σπίτι, να σκαρφαλώνει το έλατο, ψάχνοντας για βελανίδια. Αυτό μόλις την είδε, την πλησίασε και τη ρώτησε: "Καλή μου μπάλα φοβισμένη φαίνεσαι. Τι σε ταλαιπωρεί;"
"Αγαπημένε μου σκιούρε, φοβάμαι πολύ τα ύψη, και εδώ ψηλά που με κρέμασε η νοικοκυρά δεν ξέρω πόσο θα αντέξω.", του απάντησε.
"Δεν φοβάσαι τα ύψη, φοβάσαι την πτώση", της είπε αυτό και συνέχισε να σκαρφαλώνει. Αυτή το ζήλεψε πολύ, έτσι άνετο που το είδε να σκαρφαλώνει και να ανεβαίνει το δέντρο, χωρίς να το ενοχλεί καθόλου που βρισκόταν μακριά από το έδαφος.
Τότε λοιπόν σκέφτηκε "ας ρίξω λοιπόν ένα σάλτο κι ό,τι γίνει" και άρχισε να μετράει από μέσα της "Με το 10....9....8...". Φτάνοντας στο "...1" την κυρίευσε για ακόμη μια φορά ο φόβος, και σιγομουρμούρησε με σφιγμένα δόντια: "Κι αν φτάνοντας στο έδαφος σπάσω και γίνω χίλια κομμάτια...;".
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση και είδε το σκίουρο φορτωμένο βελανίδια να περπατάει πάνω στο κλωνάρι από το οποίο κρέμονταν. Το κλωνάρι βάρυνε τόσο, που σιγά σιγά οι μπάλες πάνω του άρχισαν να γλιστρούν, με πρώτη την καλή μας μπάλα, η οποία τρόμαξε πολύ. "Όχι μηηη!", του έκανε νόημα από μακριά, όμως αυτός συνέχισε να περπατάει πάνω στο λυγισμένο κλωνάρι, ώσπου όλες οι μπάλες που κρέμονταν από αυτό έπεσαν στο έδαφος.
"Πως νόμισα ότι άκουσα κάτι στο σαλόνι", ακούστηκε η φωνή της νοικοκυράς, η οποία άναψε τα φώτα και πήρε την σκούπα για να προφυλαχτεί. Μόλις την είδε ο σκίουρος παράτησε τα βελανίδια του και έτρεξε να σωθεί. Αυτή, αφού τον έδιωξε από το παράθυρο, πλησίασε το δέντρο και αντίκρισε τις μπάλες που είχαν σωριαστεί, χωρίς όμως να πάθουν το παραμικρό.
Δίχως πολλή σκέψη τις τοποθέτησε όλες μια μια πίσω στο δέντρο. Τελευταία τοποθέτησε την καλή μας μπάλα, έτσι γυαλιστερή που την είδε, ακριβώς κάτω από το αστεράκι στην κορφή του δέντρου. Αυτή πάλι, αφού είδε τα λόγια του σκίουρου να γίνονται πραγματικότητα, σταμάτησε να φοβάται τα ύψη και έκτοτε απολαμβάνει την θέα ολόκληρου του σπιτιού από την νέα της θέση.