Μια κονσόλα κάποτε σε ένα σπίτι αγαπούσε πολύ τα βιντεοπαιχνίδια. «Κάθε βδομάδα τερματίζω κι από ένα», έλεγε, και έκανε τα κουτιά στοίβες στο δωμάτιό της. Κάθε φορά δε που έπεφτε στα χέρια της κάποιο καινούριο βιντεοπαιχνίδι, ενθουσιαζόταν στην αρχή, όμως μετά το βαριόταν και το ξεχνούσε, και δεν το ξαναθυμόταν παρά μόνο όταν δεν είχε βγει κάποιο καινούριο να αγοράσει. Και έτσι ξόδευε όλα της τα λεφτά σε παιχνίδια που τα έπαιζε μόνο μια φορά.
Ώσπου κάποια μέρα ήρθε το καλοκαίρι, και τα ηλεκτρικά είδη μάζεψαν τα πράγματά τους για την παραλία. Με τα πολλά έπεισαν και την κονσόλα, η οποία προτιμούσε να μείνει πίσω και να παίξει με το καινούριο βιντεοπαιχνίδι που μόλις είχε αγοράσει. «Και πως θα περάσει η ώρα εκεί;», ρώτησε με απορία, και εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά της το πλυντήριο πιάτων, το οποίο αγαπούσε πολύ τα παιχνίδια στην άμμο. «Θα δεις που θα ξετρελαθείς!», της είπε δείχνοντας μια μπάλα βόλλευ. Αυτή με τα πολλά, και αφού την παρακάλεσαν όλα τα ηλεκτρικά είδη να τους κάνει το χατήρι, συμφώνησε, αλλά με τον όρο ότι θα γυρνούσαν γρήγορα πίσω ώστε να αφιερωθεί στο καινούριο της βιντεοπαιχνίδι.
Μόλις τα ηλεκτρικά είδη έφτασαν στην παραλία και το πλυντήριο πιάτων έβγαλε την μπάλα του βόλλευ από την τσάντα του, η κονσόλα απόρησε: πως θα περνούσε η ώρα με μόνο ένα παιχνίδι; «Πιάσε!», της έκανε το πλυντήριο πιάτων και έπειτα της πέταξε την μπάλα. Αυτή μόλις είδε την μπάλα να πετάει ψηλά έτρεξε και πήδηξε ψηλά για να την προλάβει, όμως με τα πολλά χρειάστηκε να βουτήξει μέσα στο νερό και πάλι δεν την έπιασε. Η μπάλα έμεινε να επιπλέει. Αυτή το διασκέδασε, και περίμενε πως και πως την ώρα που θα της ξαναπετούσαν τη μπάλα για να προσπαθήσει καλύτερα.
«Χρειάζεσαι προπόνηση!», της είπε η ηλεκτρική σκούπα, και μπήκε κι αυτή στο παιχνίδι. Έπειτα μαζεύτηκαν και όλες οι υπόλοιπες ηλεκτρικές συσκευές και άρχισαν να παίζουν μαζί «τα μήλα». Η μόνη που δεν βούτηξε ήταν η βιντεοκάμερα, η οποία έμεινε απ’ έξω για να το τραβήξει βίντεο. Και έτσι πέρασαν ώρες ατελείωτες, και η καλή μας η κονσόλα ξέχασε ότι στο σπίτι την περίμενε το βιντεοπαιχνίδι που μόλις είχε αγοράσει.
«Σε πειράζει να προπονηθούμε λίγο οι δυο μας;», είπε στο πλυντήριο πιάτων μόλις οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές κουράστηκαν. Αυτό πάλι, πέταξε τη σκούφια του, αφού αγαπούσε πολύ τα παιχνίδια στην άμμο. Έτσι βγήκαν έξω από το νερό, και περπάτησαν λίγα μέτρα στην άμμο ώσπου βρήκαν ένα μικρό γήπεδο με δίχτυ. «Ό,τι και να κάνεις, απαγορεύεται να αγγίξεις το δίχτυ», του είπε, και έπειτα του έδειξε τις διαφορετικές τεχνικές ώστε να αποκρούει την μπάλα και να την στέλνει στον αντίπαλο παίκτη. Οι δυο τους έπαιξαν παρέα αρκετή ώρα, ώσπου άρχισε να νυχτώνει και χρειάστηκε να σταματήσουν, αφού πλέον δεν θα έβλεπαν καλά και θα χτυπούσαν. Έπειτα μάζεψαν τα πράγματά τους για την επιστροφή.
Μόλις πάτησαν το πόδι τους στο σπίτι, και πριν καλά καλά τακτοποιήσουν τα μπανιερά τους, η κονσόλα πήγε κατευθείαν να βρει το καινούριο βιντεοπαιχνίδι που είχε αγοράσει το πρωί εκείνης της ημέρας. Ήταν ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι για το βόλλευ, στο οποίο θα έκανε όλες τις κινήσεις που της είχε δείξει το πλυντήριο πιάτων στην παραλία, αλλά αυτή τη φορά με το χειριστήριο και χωρίς να χρειάζεται να κουνηθεί καθόλου από την θέση της.
Μετά από λίγο όμως το βαρέθηκε: «δεν είναι σαν το βόλλευ στην παραλία...», αναφώνησε. «Σωστά», της είπε το πλυντήριο πιάτων που έτυχε να περνάει από κοντά της εκείνη τη στιγμή: «Γιατί το βόλλευ δεν θέλει μόνο τεχνική αλλά και πάθος».
Και έτσι, η καλή μας κονσόλα κατάλαβε πως είχε ξοδέψει ένα κάρο λεφτά για να αγοράσει ένα βιντεοπαιχνίδι που της προσέφερε λιγότερα από το κανονικό άθλημα.
Από εκείνη τη μέρα, ακολουθούσε τακτικά τα άλλα ηλεκτρικά είδη στην παραλία όπου απολάμβαναν λογής λογής διασκεδαστικά παιχνίδια με την μπάλα του βόλλευ. Αλλά και τους χειμώνες που το νερό της θάλασσας είναι κρύο συνέχισε να παίζει βόλλευ στην αλάνα της γειτονιάς της και στο κλειστό γυμναστήριο της πόλης.