MΙΑ ΑΛΑΤΙΕΡΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΙΠΕΡΙΕΡΑ κάποτε σε μια τραπεζαρία τσακώνονταν για το ποια αξίζει περισσότερο από την άλλη.
“Εγώ αξίζω περισσότερo, αφού για να αποκτήσουν το πολύτιμο αλάτι μου οι άνθρωποι κοπιάζουν πολύ για να στραγγίξουν το θαλασσινό νερό”, είπε η αλατιέρα γεμάτη περηφάνεια.
“Αηδίες...”, απάντησε η πιπεριέρα με πείσμα. “Το πιπέρι μου αξίζει τόσο που τα αρχαία χρόνια οι άνθρωποι το χρησιμοποιούσαν αντί για χρήματα για να αγοράζουν πράγματα”.
Δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν τη διαφωνία τους και εμφανίστηκε η νοικοκυρά, η οποία κρατούσε ένα πιάτο αχνιστή σούπα, βγαλμένη κατευθείαν από την κατσαρόλα. Πρώτη πήρε την αλατιέρα, και αφού έριξε καλά καλά αλάτι στη σούπα για να νοστιμίσει, την ανακάτεψε με προσοχή. Έπειτα πήρε την πιπεριέρα και έριξε άφθονο πιπέρι πάνω από το πιάτο, ώσπου μοσχοβόλησε όλη η τραπεζαρία.
“Πεντανόστιμο”, αναφώνησε μόλις δοκίμασε την πρώτη κουταλιά. “Το αλάτι και το πιπέρι συμπληρώνουν τόσο τέλεια το ένα το άλλο που είναι αδύνατο να τα χωρίσεις”.
Έπειτα τις τοποθέτησε και τις δυο μαζί, χωρίς να ξεχωρίσει καμία ως καλύτερη από την άλλη. Από τότε έγιναν φίλες αχώριστες, και δεν ξαναπερηφανεύτηκαν για το ποια αξίζει περισσότερο.