Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα πικροπέπονο με καταγωγή τη μακρινή Ιαπωνία. Το σπάνιο αυτό φρούτο είχε δέρμα τραχύ που έκανε τους άλλους να φοβούνται μόλις το βλέπουν, ενώ κυκλοφορούσε η φήμη πως ήταν εξίσου πικρό στη γεύση. «Δεν τρώγεσαι με τίποτα», του έλεγαν τα άλλα φρούτα και λαχανικά κοροϊδευτικά και το απέφευγαν, κάνοντας πικρά αστεία για αυτό πίσω απ’ την πλάτη του.
Μια μέρα το κακό παράγινε όταν τα άλλα φρούτα και λαχανικά του κήπου έκαναν πάρτυ με γλυκίσματα με μέλι και ξέχασαν να το καλέσουν. Αυτό στενοχωρήθηκε πολύ μόλις το έμαθε, όμως αποφάσισε να πάει χωρίς πρόσκληση, κρατώντας μια τούρτα με μέλι για να τα γλυκάνει. Για κακή του τύχη όμως, με το που πάτησε το πόδι του στο μανάβικο και πριν προλάβει καλά καλά να ανοίξει το στόμα του, σκόνταψε και έπεσε πάνω στην τούρτα που κρατούσε, γεμίζοντας μέλι. Τα άλλα φρούτα και λαχανικά γέλασαν με το πάθημά του και δεν βρέθηκε ούτε ένα να του δώσει το χέρι του για να σηκωθεί ή να καθαριστεί.
Τόσο πολύ ντράπηκε το καλό μας πικροπέπονο, που το έβαλε στα πόδια δίχως να πει λέξη. Καθώς έτρεχε όμως μέσα στον κήπο, μια ομάδα από μέλισσες μύρισαν το μέλι του και το πήραν ξωπίσω. Αυτό φοβισμένο έβαλε τα δυνατά του για να γλιτώσει, πιτσιλώντας τα πάντα στο διάβα του, ώσπου με τα πολλά κατέληξε σε ένα ποτάμι μέσα στο οποίο βούτηξε για να σωθεί. Το κόλπο του πέτυχε: το μέλι διαλύθηκε μέσα στο νερό και οι μέλισσες πέταξαν μακριά.
Λίγα λεπτά αργότερα όμως, οι ίδιες μέλισσες μύρισαν τα γλυκύσματα στο πάρτυ των άλλων φρούτων και λαχανικών και τους επιτέθηκαν για να τα δοκιμάσουν. Αυτά τρομοκρατήθηκαν τόσο που άρχισαν να τρέχουν μέσα στον κήπο, μαζεύοντας από κάτω άθελά τους στο διάβα τους το μέλι που είχε πιτσιλίσει προηγουμένως το πικροπέπονο. Έτσι οι μέλισσες τα πήραν στο κατόπι, δίνοντάς τους δυνατές τσιμπιές. Όσο δε περισσότερο έτρεχαν για να τους ξεφύγουν, τόσο τα ακολουθούσαν.
Τότε εμφανίστηκε το πικροπέπονο, το οποίο σκέφτηκε το εξής τέχνασμα για να σώσει τα φρούτα: μάζεψε τα διαλυμένα κομμάτια της τούρτας μέλι από κάτω και τα χρησιμοποίησε ώστε να τραβήξει την προσοχή των μελισσών πάνω του. Ύστερα οδήγησε τις μέλισσες σε ένα ξέφωτο στο κοντινό δάσος όπου και τοποθέτησε τα κομμάτια της τούρτας. Αυτές πάλι, βλέποντας το τραχύ του δέρμα, ούτε που μπήκαν στον κόπο να το ακολουθήσουν, παρά μόνο έπεσαν με τα μούτρα στο μέλι της τούρτας. Και έτσι τα φρούτα και λαχανικά γλίτωσαν.
«Εφεξής θα σε λέμε… γλυκοπέπονο!», του είπαν αυτά για να το ευχαριστήσουν και ύστερα του ζήτησαν συγνώμη που τόσο καιρό το απέφευγαν και το έλεγαν «πικρό». Από εκείνη τη μέρα το καλωσόρισαν στην παρέα τους και έγιναν φίλοι καλοί.