ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένα σπάνιο μούρο, το οποίο αγαπούσε πολύ να παίζει πιάνο μόνο του. Όση αγάπη όμως είχε, άλλο τόσο δεν καταδεχόταν να πάει σε δάσκαλο ώστε να μάθει να παίζει πιάνο σωστά, παρά μόνο περηφανευόταν στα άλλα φρούτα και λαχανικά για το ταλέντο του χωρίς ποτέ να έχει ακούσει κριτική από κανέναν για το αν όντως έπαιζε καλά ή όχι.
Έτσι κι αυτά μια μέρα, αποφάσισαν να κάνουν συναυλία και του ζήτησαν να παίξει αυτός το πιάνο. «Μην ανησυχείτε καθόλου, είμαι φυσικό ταλέντο», τους είπε. Μόλις όμως ήρθε η ώρα για τις πρόβες και ανέβηκε πάνω να παίξει, τα άλλα φρούτα και λαχανικά έκλεισαν τα αυτιά τους για να προφυλαχτούν από την κακοφωνία, αφού δεν είχαν καταλάβει πως τόσο καιρό έπαιζε μόνος του δίχως να βρεθεί κανείς να του πει πως δεν έπαιζε σωστά.
Τότε του έκαναν δώρο ένα τόσο δα μικρό βιβλιαράκι, οι σελίδες του οποίου εξηγούσαν με κάθε λεπτομέρεια πως θα μπορούσε κανείς να μάθει να παίζει πιάνο σε σύντομο χρονικό διάστημα. «Έχεις μέχρι την ώρα της παράστασης να το μελετήσεις», του είπαν, ελπίζοντας πως θα έκανε πρόβες μέρα – νύχτα και πως θα βελτιωνόταν. Αυτός πάλι, μόλις κατάλαβε ότι πως τόσο καιρό που εξασκούνταν μόνος του δεν είχε μάθει στα αλήθεια να παίζει, έγινε κόκκινος από ντροπή. Άρπαξε το βιβλιαράκι και ύστερα κλείστηκε στο δωμάτιό του να το μελετήσει
Έκανε λοιπόν πρόβες «μέρα – νύχτα», όπως ακριβώς του είπαν, διαβάζοντας το βιβλίο, δίχως όμως να καταφέρει να βγάλει άκρη με τις οδηγίες. Από την πόρτα του δωματίου του έβγαιναν διαρκώς άσχημες μελωδίες που έκαναν τα άλλα φρούτα και λαχανικά να ανησυχούν για το αν όντως θα τα κατάφερνε. Απογοητευμένος, τη νύχτα πριν την παράσταση και μόλις οι άλλοι έπεσαν για ύπνο, το έσυρε το πιάνο του στην κοντινότερη ακροθαλασσιά, όπου και άρχισε να παίζει στο φεγγαρόφως για να βρει έμπνευση. Σαν κάτι μαγικό να συνέβη εκείνη τη στιγμή όμως και η μελωδία που έπαιξε βγήκε τόσο όμορφη που μάγεψε τα ψάρια και τα πουλιά της φύσης, κι αυτά μαζεύτηκαν τριγύρω του για να τον ακούσουν να παίζει. Αυτός πάλι, τόσο μαγεύτηκε απ’ το φεγγαρόφως που τα χέρια του πατούσαν μόνα τους τα πλήκτρα. Μόλις κατάλαβε ότι τα κατάφερε, το μούρο ενθουσιάστηκε μα και απόρησε συνάμα. Έτσι ρώτησε μια κουκουβάγια που βρισκόταν κουρνιασμένη σε ένα διπλανό δέντρο, να του πει πως θα τα κατάφερνε και στην παράσταση που θα γινόταν μέρα και δεν θα βρισκόταν το φεγγάρι ψηλά στον ουρανό να τον εμπνέει.
«Πρέπει να μάθεις πρώτα τους κανόνες, ώστε μετά να μπορείς να τους σπάσεις», του είπε αυτή, δείχνοντας το βιβλιαράκι που είχε το μούρο ακουμπισμένο πάνω στο πιάνο.
«Δεν προλαβαίνω να τους μάθω, αφού η παράσταση είναι αύριο», της απάντησε το μούρο απογοητευμένο.
«Τότε την ώρα της παράστασης να κλείσεις τα μάτια σου και να αφήσεις τη μελωδία να σε εμπνεύσει όπως το φεγγαρόφως σήμερα», του είπε η κουκουβάγια και με αυτά τα λόγια το καληνύχτισε. Το καλό μας μούρο αναθάρρεψε μόλις το άκουσε.
Την επόμενη μέρα και την ώρα της παράστασης, έκανε ακριβώς όπως του είπε: άφησε το βιβλιαράκι δίπλα, ύστερα έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε το φεγγάρι να φέγγει ψηλά στον ουρανό. Ύστερα άρχισε να πατάει τα πλήκτρα ένα – ένα και να σχηματίζει με αυτά μια μελωδία. Μόλις ξανάνοιξε τα μάτια του στο τέλος του τραγουδιού, τα φρούτα και λαχανικά που τόση ώρα το παρακολουθούσαν με το στόμα ανοικτό, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. «Μπράβο σου, είσαι ένας σπουδαίος πιανίστας!», του είπαν κι αυτός συγκινήθηκε που τα κατάφερε μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να μάθει να παίζει πιάνο.
Και έτσι, αφού πήρε το πρώτο και σπουδαιότερό του μάθημα στο πιάνο, την αμέσως επόμενη κιόλας μέρα γράφτηκε σε ωδείο ώστε να συμπληρώσει και τα υπόλοιπα μαθήματα που του έλειπαν ώστε να γίνει ένας σπουδαίος πιανίστας.