ΕΝΑ ΚΑΡΠΟΥΖΙ κάποτε σε ένα μανάβικο είχε μεγάλο μεράκι στο τραγούδι. Όσο μεράκι όμως και καλή φωνή είχε, άλλο τόσο υστερούσε σε θάρρος. Σιγοτραγουδούσε στα άλλα καρπούζια και πεπόνια στον πάγκο, αλλά μόλις πλησίαζε ο μανάβης, τόση ήταν η ντροπή του που σταματούσε κατευθείαν το τραγούδι. Τα βράδια πάλι που ο μανάβης απουσίαζε, το καρπούζι αναθάρρευε και δεν άφηνε τα άλλα καρπούζια να κοιμηθούν.
Έτσι μια μέρα αυτά συνεννοήθηκαν με τα πεπόνια για να του δώσουν ένα γερό μάθημα. Αφού υπέμειναν όλη μέρα το σιγομουρμουρητό του, περίμεναν ώσπου να βραδιάσει και ο μανάβης να κατεβάσει τα ρολά και να σβήσει τα φώτα. Έπειτα το έσπρωξαν στη ζυγαριά και του ζήτησαν να τραγουδήσει μπροστά σε όλα τα φρούτα και ζαρζαβατικά του μανάβικου, ώστε να του φύγει ο καημός. Αυτό δέχθηκε την πρόκληση, ανέβηκε στην ζυγαριά αλλά ντράπηκε τόσο που δεν μπόρεσε να βγάλει άχνα.
Τότε πήρε το θάρρος ένας τολμηρός μαϊντανός, ο οποίος αγαπούσε πολύ να τον κοιτάνε και να τον θαυμάζουν, και ανέβηκε στη ζυγαριά μαζί με το καρπούζι. Αφού έστρεψε τους προβολείς πάνω του, έπιασε το μικρόφωνο και άρχισε να λέει μια-μια τις λέξεις ενός τραγουδιού, ώσπου το καρπούζι πήρε θάρρος και επανέλαβε κάποιες από αυτές μαζί του. Μόλις όμως ο μαϊντανός άφησε το καρπούζι μόνο του να τραγουδήσει, αυτό ένιωσε να κυριεύεται από ντροπή και άρχισε να μπερδεύει τα λόγια. Ώσπου κάποια στιγμή άρχισε να το περιτριγυρίζει μια μύγα που έκατσε στο μέτωπό του και όλα τα καρπούζια γέλασαν μαζί του. Του κόπηκε η μιλιά.
Ξαφνικά όμως πλησίασε ο μανάβης στο δωμάτιο, ο οποίος άκουσε τη φασαρία και πίστεψε ότι είχε μπει κάποιος κλέφτης μέσα. Μόλις αφουγκράστηκαν τους βηματισμούς, τα φρούτα ίσα που πρόλαβαν να σβήσουν τους προβολείς για να μην καρφωθούν. Ο μανάβης μπήκε μέσα, άναψε τα φώτα και παραξενεύτηκε που δεν είδε κανέναν. Εκνευρίστηκε όμως τόσο με την μύγα που πήρε σαγιονάρα για να την διώξει. Το καρπούζι αγχώθηκε τόσο που η μύγα βρισκόταν πάνω του, που μόλις ο μανάβης έκανε να την διώξει, η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Αφού ο μανάβης έβγαλε την μύγα από το δωμάτιο, έσβησε τα φώτα και έφυγε ήσυχος.
Μόλις έκλεισε η πόρτα και ξανάναψαν τα φώτα, ο τολμηρός μαϊντανός πήρε την σαγιονάρα και την χρησιμοποίησε ως μετρονόμο, χτυπώντας την με ρυθμό στην ζυγαριά. Ακούγοντας τον ρυθμικό χτύπο και μετά τη λαχτάρα που είχε πάρει, το καρπούζι αυτή τη φορά λύθηκε και άρχισε να τραγουδάει με μεγάλη μαεστρία. Για δεύτερη φορά ο μανάβης άκουσε την φασαρία και έκανε να μπει στο δωμάτιο, μόνο που αυτή τη φορά τα φρούτα δεν τον κατάλαβαν με αποτέλεσμα να αντικρύσει ένα μοναδικό θέαμα: όλα τα φρούτα και ζαρζαβατικά του μανάβικου είχαν μαζευτεί γύρω γύρω από την ζυγαριά, πάνω στην οποία το ντροπαλό καρπούζι με τον μαϊντανό με τη σαγιονάρα έδιναν ρεσιτάλ ερμηνείας.