ΕΝΑ ΠΟΝΗΡΟ ΚΑΡΟΤΟ κάποτε σε έναν κήπο γεμάτο ζιζάνια, είχε όνειρο να ασχοληθεί με την πολιτική. Ο αγρότης επισκεπτόταν συχνά τον κήπο καβάλα στον τεμπέλη γάιδαρό του, όμως επειδή δεν αγαπούσε πραγματικά την δουλειά του, βαριόταν να ραντίσει. Έτσι τα ζαρζαβατικά του κήπου έμεναν αβοήθητα απέναντι σε λογής λογής ζιζάνια και αγριόχορτα που φύτρωναν αναμεταξύ τους.
Το καρότο σκέφτηκε ότι ίσως θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση για να αναδειχθεί σε άρχοντας του κήπου, τάζοντας στα άλλα ζαρζαβατικά λύτρωση από ζιζάνια και αγριόχορτα. Και έτσι μια μέρα παρουσιάστηκε μπροστά στα άλλα φυτά του κήπου και τους έβγαλε λόγο. Τα καρότα που μαζεύτηκαν τριγύρω του το άκουγαν με πολλή προσοχή, όμως τα άλλα λαχανικά δεν εντυπωσιάστηκαν καθόλου και άρχισαν να το κοροϊδεύουν. Αφού δεν είδε προκοπή, σκέφτηκε να ρωτήσει την καλή κουκουβάγια. Τότε αυτή του είπε: «Για να εκλεγείς, θα πρέπει να τάξεις λαγούς με πετραχήλια».
Το καρότο, που δεν ήξερε τι σημαίνει η φράση, νόμισε ότι η κουκουβάγια το είχε πει κυριολεκτικά. Έτσι, μαζί με τα άλλα καρότα πήγαν κρυφά στην πόλη απ' όπου έφεραν λαγούς κλεισμένους σε σιδερένια κλουβιά. Όσο βρίσκονταν εκεί πήγαν σε έναν καλό ράφτη και του ζήτησαν να ράψει πετραχήλια σε ειδικό νούμερο ώστε να μπορεί να τα φορέσει λαγός. Αφού ολοκλήρωσαν τις προετοιμασίες, φόρεσαν στους λαγούς τα πετραχήλια και επέστρεψαν με τα κουτιά πίσω στον κήπο.
Τότε το καρότο μάζεψε τα ζαρζαβατικά για ακόμη μια φορά, για να κάνει προεκλογική συγκέντρωση. Τα άλλα καρότα έφεραν τα κλουβιά με τους λαγούς με τα πετραχήλια, πάνω στα οποία ανέβηκε το καρότο. Και τότε είπε στα φυτά:
«Κάποιος σοφός μου είπε ότι για να εκλεγώ σε αυτό τον κήπο, θα πρέπει να σας τάξω λαγούς με πετραχήλια. Εγώ όμως, δεν θα σας τάξω απλά, αλλά θα κάνω τις υποσχέσεις μου πράξη».
Τα άλλα καρότα άνοιξαν τις πόρτες απ'τα κλουβιά, μέσα απ' τα οποία βγήκαν οι λαγοί πεινασμένοι. Όμως προς μεγάλη τους έκπληξη, αντί να ορμήξουν στα αγριόχορτα, όρμηξαν στα ίδια τα καρότα και τα έκαναν μια χαψιά. Και έτσι έμεινε μόνο του το πονηρό καρότο να βγάζει λόγο.
Ξαφνικά εμφανίστηκε ο αγρότης με το κάρο του, ο οποίος μόλις είδε τους λαγούς τρομοκρατήθηκε και άρχισε να μαστιγώνει το τεμπέλικο γαϊδούρι του για να πάει πιο γρήγορα. Αφού όμως είδε ότι δεν μπορούσε να τα βάλει με τους λαγούς που ήταν πολλοί, έβγαλε ένα καλάμι ψαρέματος με το οποίο ψάρεψε το καρότο λίγο πριν το κατασπαράξουν.
Έπειτα μαστίγωσε το γαϊδούρι ακόμη πιο δυνατά, ώστε να σύρει το κάρο πιο γρήγορα και να ξεφύγει από τους λαγούς οι οποίοι τον είχαν πάρει στο κατόπι. Όσο περισσότερο όμως το μαστίγωνε, αυτό τόσο λιγότερο έτρεχε. Έτσι ο αγρότης σκέφτηκε να βάλει το καλάμι σε τέτοια θέση ώστε το καρότο να είναι πάντα μπροστά στα μάτια του γαϊδουριού για να το κυνηγάει και ποτέ να μην το φτάνει.
Και έτσι αυτό άρχισε να τρέχει γρήγορα, πιστεύοντας πως θα φτάσει το καρότο. Μόλις κουραζόταν, ο αγρότης του έριχνε με το μαστίγιο για να το αναγκάσει να συνεχίσει. Και μετά πάλι αυτό έπαιρνε θάρρος και τεντωνόταν και έτρεχε να φάει το καρότο. Οι λαγοί συνέχισαν να τρέχουν ξωπίσω τους, αλλά τελικά τους έχασαν για τα καλά, ώσπου όλοι μαζί εξαφανίστηκαν απ' τον κήπο, μια για πάντα.
Τα άλλα φυτά και ζαρζαβατικά έστησαν γλέντι για να το γιορτάσουν, χωρίς όμως να έχουν απαλλαγεί απ' τα ζιζάνια και τα αγριόχορτα, παρά μόνο απ'τα χαζά καρότα που πίστεψαν στις υποσχέσεις του πονηρού καρότου-πολιτικού.
Και κάπως έτσι βγήκε η έκφράση "μαστίγιο και καρότο", και έζησαν αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα.