ΜΙΑ ΜΠΑΝΑΝΑ κάποτε είχε όνειρο να γίνει μπαλαρίνα. Από μικρή έβλεπε τις άλλες μπαλαρίνες να χορεύουν και φανταζόταν πως θα μεγάλωνε και θα γινόταν και αυτή μια σπουδαία χορεύτρια. Την πρώτη φορά όμως που πήγε να χορέψει, έβαλε τα κλάματα, αφού συνειδητοποίησε πως οι μπανάνες δεν έχουν πόδια, όπως οι άλλες μπαλαρίνες, ποντικίνες και λαγουδίνες.
"Δεν θα τα καταφέρω ποτέ. Εγώ δεν έχω πόδια...", είπε και δάκρυσε, ώσπου τα δάκρυά της έφτασαν ως το πάτωμα και το πότισαν. Έπειτα έκανε ξανά μια προσπάθεια να στηριχθεί στο βάρος του σώματός της και να στροβιλιστεί με τα χέρια, αλλά αμέσως έχασε την ισορροπία της και σωριάστηκε στο έδαφος το οποίο γλιστρούσε. Τότε πήρε το θάρρος μια ποντικίνα που ως τότε χόρευε ανέμελη και την πλησίασε.
"Τι έχεις, καλή μου μπανάνα;", την ρώτησε. Αυτή της απάντησε: "κλαίω γιατί αγαπάω πολύ το μπαλέτο, αλλά δεν έχω πόδια όπως εσύ, καλή μου ποντικίνα. Μια στροφή κατάφερα να κάνω, και σωριάστηκα στο πάτωμα."
"Όταν χορεύω, χορεύω με την καρδιά μου. Τα πόδια μου τα ξεχνάω", της είπε η ποντικίνα. "Αν πραγματικά το θέλεις, θα το καταφέρεις".
Και με αυτά τα λόγια την καληνύχτισε. Αυτή κάθισε σε μια γωνία και παρατήρησε τις μπαλαρίνες, πως χόρευαν στις μύτες των ποδιών τους, συχνά χωρίς καν να αγγίζουν το έδαφος. Ήταν σαν να πετούν. Βλέποντάς τες και μόνο περνούσε τόσο υπέροχα που δεν κατάλαβε καν πως πέρασε η ώρα. Σύντομα η μια μετά την άλλη έβγαζαν τα παπούτσια τους και μάζευαν τα πράγματά τους για να φύγουν.
Το βράδυ, και αφού βεβαιώθηκε πως το κτίριο ήταν άδειο, η μπανάνα άναψε τους προβολείς και φόρεσε ξανά τα ρούχα της μπαλαρίνας.
"Ας χορέψω λοιπόν με την καρδιά μου, αφού δεν έχω πόδια", σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια της για να απολαύσει την μουσική. Το παρκέ ήταν πλέον όλο δικό της. Μαζί με την μουσική άρχισε δειλά δειλά να χορεύει, αυτή την φορά χωρίς να χάσει ούτε μια φορά την ισορροπία της, παρά μόνο αφήνοντας το όνειρό της να της δείξει τις κινήσεις. Ξέχασε ότι δεν είχε πόδια, και εμπιστεύτηκε τόσο πολύ την καρδιά της που δεν άνοιξε τα μάτια της ούτε λεπτό για να δει που βρίσκεται.
Σύντομα ξημέρωσε και αυτή συνέχισε να χορεύει. "Είδες που στα έλεγα;", της φώναξε η ποντικίνα. Μαζί της την καταχειροκρότησαν και όλες οι άλλες ποντικίνες και λαγουδίνες μπαλαρίνες, οι οποίες εντυπωσιάστηκαν από την χάρη και το ρυθμό της.
Αυτή τρόμαξε τόσο που μόλις άνοιξε τα μάτια της, σωριάστηκε για μια ακόμη φορά στο πάτωμα. Αυτή την φορά όμως έκλαψε από χαρά, αφού το όνειρό της να γίνει μπαλαρίνα μόλις είχε γίνει πραγματικότητα.