«Θα τον κούρασα κι αυτόν...», σκέφτηκε. Για πότε έβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη και για πότε βρέθηκε να κάθεται στο συνηθισμένο τραπέζι της ταβέρνας "Ο Μπακαλόγατος", δύσκολο να πει κανείς. Κοίταξε για άλλη μια φορά την οθόνη του κινητού, αφήνοντάς την να σβήσει, ελπίζοντας πως ο Σάκης ίσως καλούσε πίσω. Ενδόμυχα όμως αυτό που πραγματικά ήθελε διακαώς ήταν να τον καλούσε η Τέτα. Αφού το πήρε απόφαση πως θα την έβγαζε μόνος, κάλεσε το γκαρσόνι και του παρήγγειλε 1 κιλό λευκό.
«Ποτήρια; Να φέρω ένα;», τον ρώτησε το γκαρσόνι. Αυτός δεν μπήκε καν στον κόπο να απαντήσει, γνέφοντας καταφατικά. Μόλις το μπουκάλι ακούμπησε το τραπέζι, άρχισε να πίνει και να φαντάζεται μπροστά του την μορφή της Τέτας. Τόσο τον είχε στοιχειώσει αυτό το «Χωρίζουμε!» που την έβλεπε μπροστά του, ιδίως όταν έπινε. Τα ποτήρια διαδέχονταν το ένα το άλλο, κι αυτός όσο έπινε τόσο πιο πολύ βυθίζονταν στο όραμα της Τέτας μπροστά του, που έκανε να απλώσει το χέρι και να την ακουμπήσει.
Το μόνο που μπορούσε να του διασπάσει την προσοχή από την ιερή αυτή μυσταγωγία ήταν ένα ζευγάρι στο διπλανό τραπέζι. Ο άντρας, κοστουμάτος και ξυρισμένος κόντρα, είχε βγάλει ένα μεγάλο φάκελο με χαρτιά πάνω στο τραπέζι και τα έδειχνε ένα-ένα στην κοπέλα με μεθοδικότητα. Αυτή πάλι, με κάπως ατημέλητο λουκ και μια κόκκινη ζακέτα να την προστατεύει, φαινόταν να τον ακούει υπομονετικά και να πνίγει τον καημό της. Πάγωσαν και οι δυο τους μόλις τον είδαν να απλώνει το χέρι στο άπειρο. Αυτός πάλι τους κοίταξε και μαζεύτηκε, ύστερα συγκεντρώθηκε στο ποτήρι κρασί που είχε μπροστά του και άρχισε να τους περιεργάζεται. Αυτοί συνέχισαν να συνομιλούν χαμηλόφωνα, σαν να προσπαθούσαν να μην προκαλέσουν την προσοχή των άλλων. Δεν μπορούσε να ακούσει τίποτε απ' όσα έλεγαν. Έπιασε όμως την κρίσιμη λέξη: ένα δάκρυ φάνηκε να κυλάει στα μάτια της κοπέλας, καθώς ο άντρας πρόφερε τη λέξη "Κέρατο".
Το βλέμμα του αυτομάτως καρφώθηκε πάνω στον κοστουμάτο κύριο. Πλήθος σκέψεων πλημμύρισαν το ήδη βαρύ από το πολύ ποτό κεφάλι του. Και η Τέτα; Να ήταν άραγε κι αυτή μια μοιχαλίδα; Κάποια που απλά πέρασε από την ζωή του και τον άφησε μόλις βρήκε κάποιον καλύτερο; Γιατί ποτέ δεν του είπε τον λόγο που τον παράτησε, παρά μόνο ένα «Χωρίζουμε!». Αυτό το «Χωρίζουμε» είναι που τον στοίχειωνε.
Ο κοστουμάτος κύριος ανοιγόκλεινε το στόμα του χωρίς να φτάνει μιλιά στο διπλανό τραπέζι, κι όμως αυτός έβαζε με το μυαλό του τα χειρότερα. Ώσπου κάποια στιγμή, το χειρότερο ήρθε: η κοπέλα λύγισε και άρχισε να κλαίει μπροστά του. Έπιασε με τα δυο της χέρια το πρόσωπό της και τα πλημμύρισε δάκρυα. Αυτά έσταξαν απ' τις παλάμες και πότισαν τους καρπούς των χεριών της και το τραπεζομάντιλο. Ο άντρας πάλι, έτσι όπως έδειχνε σκληρός και αδίστακτος, μάζεψε τα χαρτιά του στον φάκελο, τον έκλεισε βιαστικά και σηκώθηκε από το τραπέζι. Μόλις αυτή τον είδε να σηκώνεται, πετάχτηκε από το τραπέζι και άρχισε να τον κηνυγά.
Με το βλέμμα να τους ακολουθεί, αυτός άπλωσε για ακόμη μια φορά και φώναξε: «Όχι αγόρι μου, μη τη χωρίζεις! Ψυχούλα έχει κι αυτή και πονάει!»