Φτάνοντας στο γραφείο ψυχικής υποστήριξης του κ. Δημήτρη Αγγέλου, η Αλίκη χτύπησε με νευρικότητα την πόρτα και έπειτα άφησε μια αγχωμένη πνοή να αντηχήσει στο διάδρομο. Μια καλοσυνάτη φωνή, αυτή της Γλυκερίας, χαριτωμένης γραμματέα του κ. Αγγέλου με τις χαρακτηριστικές ξανθές μπούκλες, την καλωσόρισε και παρέλαβε το παλτό της, το οποίο κρέμασε στον καλόγερο. «Να κεράσω καφέ;», την ρώτησε. Αυτή πάλι στην αρχή έδειχνε να διστάζει, έπειτα όμως της έγνεψε καταφατικά, με ένα πρόσωπο γεμάτο απελπισία.
Δυο ολόκληρα λεπτά αργότερα, με το ρολόι να δείχνει 6:33, και η πόρτα του κ. Αγγέλου παρέμενε κλειστή. Η Αλίκη έβγαζε όλη της τη νευρικότητα τρίβοντας την παλάμη του χεριού της πάνω στο δέρμα του καφετιού καναπέ στον οποίο είχε καθίσει. Αυτή η απαλή, τρυφερή αίσθηση του γυαλιστερού δέρματος την έκανε να νιώθει πως είχε βρει κάπου να ξεσπάσει όλη την πίεση και την υπερένταση που είχε κυριεύσει το νευρικό της σύστημα. Με τα μάτια της περιεργάστηκε τον χώρο, έπειτα εστίασε στον πίνακα του Μονέ που βρισκόταν ακριβώς απέναντί της: ένα χαρακτηριστικό καταπράσινο τοπίο γεμάτο παπαρούνες και ένας ανεμόμυλος στο βάθος έδιναν μια διαφορετική πινελιά ζωντάνιας στον κατά τα άλλα άχρωμο, γκρίζο τοίχο, από τον οποίο απουσίαζαν πλήρως άλλα διακοσμητικά στοιχεία.
Η Γλυκερία από το κουζινάκι της έριχνε κλεφτές ματιές καθώς ανακάτευε τον ζεστό καφέ με ένα ασημένιο κουταλάκι. Μόλις η αχνιστή ευωδία του αρώματος έφτασε στα ρουθούνια της, άφησε το κουταλάκι στην άκρη και τοποθέτησε τον καφέ σε ένα άσπρο φλιτζάνι. Έπειτα, με αργές, προσεχτικές κινήσεις, πλησίασε την Αλίκη και άφησε τον καφέ στο γυάλινο τραπεζάκι ακριβώς μπροστά της. «Να ξέρετε ο κ. Αγγέλου λέει και το φλιτζάνι», είπε στην Αλίκη, ρίχνοντάς της ένα χαριτωμένο μειδίασμα. Αυτή πάλι έστρεψε το πρόσωπό της απότομα προς την πόρτα, αποφεύγοντας την ματιά της και προσποιούμενη ότι δεν άκουσε τι της είχε πει, και έπειτα τράβηξε μια γρήγορη ρουφηξιά, αφήνοντας το μαγευτικό χαρμάνι του καφέ να καθησυχάσει τους γευστικούς της κάλυκες. Τράβηξε μια, δυο, τρεις ρουφηξιές, χωρίς να αφήσει το φλιτζάνι κάτω. Έπειτα η Γλυκερία της έριξε ένα τελευταίο μειδίασμα γεμάτο νόημα και αποσύρθηκε για ακόμη μια φορά στο κουζινάκι.
Η Αλίκη συνέχισε να ρουφάει τον καφέ με χαρακτηριστική μανία, ώσπου οι αισθήσεις της την ξέβρασαν στο "κατακάθι". Έπειτα τοποθέτησε το φλιτζάνι πάλι πίσω στο πιατάκι, γυρνώντας το ανάποδα, σαν μέσα στην απελπισία της να περίμενε ότι όντως ο Αγγέλου θα της έλεγε τον καφέ, και κάρφωσε το βλέμμα της στο ρολόι του τοίχου. Ο λεπτοδείκτης με βαριά καρδιά μετακινήθηκε ώστε να δείχνει το πάνω μέρος του "7". Η πόρτα άνοιξε. Από μέσα ξεπρόβαλλε ο κ. Αγγέλου, ο ψυχολόγος για τον οποίο είχε ακούσει τόσα από την φίλη της την Μαίρη. «Παρακαλώ περάστε», της είπε. Αυτή τινάχτηκε από τον καναπέ και πλησίασε την πόρτα με χαρακτηριστικά νευρικές, γρήγορες κινήσεις που θα θύμιζαν τσίτα στη σαβάνα της αφρικής. Δεν πρόλαβε ο κ. Αγγέλου να κλείσει την πόρτα και η Αλίκη είχε ήδη καθίσει στην πλαστική καρέκλα μπροστά από το γραφείο του. Με κινήσεις γεμάτες νεύρο έβγαλε από την μαύρη, δερμάτινη τσάντα της ένα μεγάλο κίτρινο φάκελο, και από μέσα του μια σειρά από φωτογραφίες. Έπειτα κάρφωσε το βλέμμα πάνω τους, και με το δεξί της χέρι κάλυψε το πρόσωπό της ώστε να αντέξει το θέαμα.
«Μου είπε η Μαίρη για εσάς, κ. Αγγέλου, ότι είστε ειδικός στην διαχείριση υποθέσεων απιστίας», ψέλλισε με τρεμάμενο τόνο καθώς ο Αγγέλου άφησε την πλάτη του να αναπαυτεί στη δερμάτινη καρέκλα του. Έπειτα πέταξε επιδεικτικά τις φωτογραφίες πάνω στο γραφείο. Σε αυτές φαινόταν ξεκάθαρα ο άντρας της, Γιώργος, να φιλιέται στο στόμα με μια άγνωστη ξανθιά κοπέλα με μπούκλες. «Δεν ξέρω πως να το διαχειριστώ όλο αυτό», συμπλήρωσε, έπειτα άφησε ένα δάκρυ να βρέξει και να ποτίσει το απαλό της μάγουλο. Ο Αγγέλου περιεργάστηκε τις φωτογραφίες, στις οποίες φαινόταν όντως ένα ζευγαράκι σε τρυφερές ερωτικές στιγμές σε ένα πάρκο. Με κάπως σκεπτικό τόνο και με το δεξί χέρι να ακουμπάει το πηγούνι του, την ρώτησε: «Την κοπέλα την γνωρίζετε από κάπου;»
Με το πρόσωπό της γεμάτο δάκρυα, αυτή έγνεψε αρνητικά. Έπειτα πήρε μια από τις φωτογραφίες στην οποία η "λεγάμενη" φαινόταν ξεκάθαρα και άρχισε να τις περιεργάζεται, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί. Τότε από την πόρτα τους διέκοψε η Γλυκερία, η οποία κρατούσε το γυρισμένο φλιτζάνι ελληνικού το οποίο η Αλίκη είχε αφήσει στο τραπεζάκι της αίθουσας υποδοχής: «Με συγχωρείτε, μήπως η κυρία θέλει τον καφέ;»
Και οι δυο σάστισαν, από την μια εστιάζοντας στην κοπέλα της φωτογραφίας, και από την άλλη στο χαρακτηριστικό ξανθό σγουρό μαλλί της Γλυκερίας. Η Αλίκη έριξε μια τελευταία ματιά στην φωτογραφία και έπειτα πάλι στην κοπέλα που έστεκε στην πόρτα για σιγουριά: το πρόσωπό και το μαλλί της ήταν ολόιδιο με αυτό της λεγάμενης.
Η Αλίκη τινάχθηκε από την καρέκλα, πετώντας τις φωτογραφίες όπως όπως. Έπειτα όρμησε με απότομες κινήσεις προς το μέρος της Γλυκερίας, την έπιασε από το μαλλί και της το τράβηξε με δύναμη: «Ώστε λέει και το φλιτζάνι, ε; Μωρή βρωμιάρα!!!!».