Τον παραξένεψε πολύ το θέαμα την κίτρινων λουλουδιών στην πόρτα του. Δίχως άλλη σκέψη τα περιμάζεψε και τα έβαλε μέσα στο σπίτι. Πριν όμως καλά καλά τα βάλει στο βάζο, κοίταξε στο καρτελάκι το οποίο περιείχε ένα πραγματικό αίνιγμα μονάχα δυο λέξεων "Ιγκορ Γιουσέκεβιτς". Από την στιγμή που το αντίκρισε τον έφαγε η περιέργεια. Πως ήταν δυνατόν; Ένας άνθρωπος που είχε γνωρίσει μόλις πριν μια εβδομάδα και με τον οποίο είχαν μοιραστεί ελάχιστες ιδιαίτερες στιγμές - έναν καφέ στα γρήγορα, μια βόλτα στον πύργο της Σανγκάη, καθώς και ένα επαγγελματικό δείπνο την περασμένη μέρα - να μπει στον κόπο να του στείλει κάτι τόσο ασυνήθιστο; Και σε κάθε περίπτωση, γιατί να μπει στον κόπο να του στείλει τα λουλούδια στην πόρτα και να μην τα φέρει ο ίδιος στην κανονισμένη συνάντηση για μεσημεριανό φαγητό;
Να επρόκειτο για κάποιο άγνωστο έθιμο; Ήταν για αυτόν κάτι πρωτόγνωρο, κάτι που δεν είχε συναντήσει ακόμη και όταν είχε επισκεφτεί το μακρινό Βλαδιβοστόκ, τον κοντινότερο φάρο του ρωσικού πολιτισμού στην Άπω Ανατολή. Ήθελε άραγε με αυτό τον τρόπο ο Ιγκόρ να του στείλει κάποιο σημάδι για την εξέλιξη της γνωριμίας τους; Μήπως άραγε είχε κάτι άλλο πονηρό κατά νου, το οποίο αυτός δεν είχε αντιληφθεί νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα; Οι σκέψεις του δεν τον άφηναν να ηρεμήσει. Πήρε το τηλέφωνο και σχημάτισε το νούμερο του Ιγκόρ, έπειτα πάτησε το κουμπί της κλήσης και περίμενε. Μάταια. Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις, τέσσερις, δέκα. Έπειτα η φωνή του τηλεφωνητή επιβεβαίωσε την υποψία του πως ο Ιγκόρ δεν βρισκόταν στην άλλη μεριά της γραμμής.
Πιστός στο ραντεβού τους για φαγητό στις 2:00, ο Χου αναχώρησε από το διαμέρισμά του μια ώρα νωρίτερα. Στη διαδρομή με το μετρό βρήκε την ευκαιρία να ξεκλέψει λίγο χρόνο για ύπνο - όπως άλλωστε και οι περισσότεροι κάτοικοι της Σανγκάη που σπαταλούν ώρες ατελείωτες στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ξύπνησε ακριβώς στην στάση έξω από τον ουρανοξύστη στην κορυφή του οποίου βρισκόταν το εστιατόριο "Χονκ Κονγκ Σίτυ", στο οποίο είχαν δώσει ραντεβού με τον Ιγκορ. Η ώρα περνούσε και ο ρώσος καλεσμένος πουθενά να φανεί. Ο Χου για ακόμη μια φορά σχημάτισε τα νούμερα του αριθμού του στο κινητό και τον κάλεσε, για να δεχτεί για ακόμη μια φορά την απάντηση του τηλεφωνητή. Απογοητευμένος, και έχοντας πλέον βάσιμες υποψίες ότι ο Ρώσος καλεσμένος δεν θα του έκανε το χατήρι σήμερα, μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί. Η πείνα του, εξάλλου, δεν θα τον άφηνε να περιμένει για πολύ ακόμη.
Κάθισε στο τραπέζι και αντίκρισε μέσα από το φρεσκοκαθαρισμένο τζάμι την θέα της Σαγκάη να απλώνεται στον ορίζοντα. Έπειτα πήρε τον κατάλογο και περιεργάστηκε ένα-ένα τα εκλεκτά εδέσματα του κυριλέ εστιατορίου. "Η εταιρία πληρώνει...", σκέφτηκε, έπειτα παρήγγειλε ότι ποθούσε η καρδιά του. Ένα-ένα τα εκλεκτά εδέσματα κατέφθαναν στο τραπέζι και αυτός τα καταβρόχθιζε δίχως σκέψη, βγάζοντας λογής λογής ήχους και διάφορα αέρια. Τόση ήταν μάλιστα η ευχαρίστησή του που φρόντιζε να συνοδέψει το κάθε πιάτο από ένα δυνατό ρέψιμο, ώστε να δείξει στους υπόλοιπους πελάτες πόσο το ευχαριστιόταν. Αυτοί, μάλλον ευρωπαϊκής ή αμερικανικής καταγωγής, άρχισαν να δυσφορούν, ώσπου ένας κοστουμάτος κυριούλης, γύρω στα '60, τον πλησίασε στο τραπέζι και του ζήτησε ευγενικά να σταματήσει. Ο Χου έκπληκτος του ζήτησε τον λόγο. Αυτός, δείχνοντας κατανόηση για την ιδιαίτερη περίπτωση, του εξήγησε πως σε άλλα μέρη του πλανήτη είναι μεγάλη αγένεια να ρεύεται κανείς δυνατά. Μάλιστα με ευγένεια μπήκε στον κόπο να του εξηγήσει πως όταν κάποτε στα ταξίδια του ανά τον κόσμο αυτός είχε ρευτεί κατά λάθος μπροστά σε έναν φίλο του από την Ρωσία, αυτός τερμάτισε την φιλία τους... στέλνοντάς του ένα μπουκέτο κίτρινα λουλούδια στο σπίτι.