"Κι αν ξανάρθει, μαμά;", ρώτησε η μικρή Ελένη γεμάτη απορία, κρατώντας σφιχτά το χέρι της μητέρας της, Αλεξίας, καθώς την άφηνε στο κρεβάτι. Αυτή τη χάιδεψε τρυφερά με το ένα χέρι και με το άλλο σκούπισε τα δάκρυα από τα τρυφερά της μάγουλα. Έπειτα της έδωσε ένα απαλό φιλί πάνω στο νωπό από το δάκρυ δέρμα, και την καληνύχτισε λέγοντας: "Μη φοβάσαι, ο Χριστούλης θα σε προστατέψει".
Τα φώτα έσβησαν. Η Ελένη κάρφωσε το βλέμμα της στο ταβάνι, όπου το λιγοστό φως που έμπαινε από την χαραμάδα της πόρτας του δωματίου κατέληγε πάνω στη σβηστή λάμπα. Έπειτα χτένισε με το βλέμμα της το δωμάτιο, σα να ήθελε να σιγουρευτεί ότι δεν θα ήταν κανένας εκεί για να διακόψει τον ύπνο της. Μόλις έσβησε και το εξωτερικό φως, αυτή έσφιξε το χρυσαφένιο σταυρουδάκι της με τα τρυφερά της δάχτυλα και έκλεισε διστακτικά τα ματάκια της.
Μια ψύχρα άρχισε να γαργαλάει σιωπηλά τα κλειστά βλέφαρα της μικρής. Μετά από λίγο, ο ίδιος γνωστός ήχος, σαν από σύρσιμο φιδίου, τάραξε για τα καλά τον ύπνο της. Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της απότομα, μέσα στο σκοτάδι του δωματίου. Έπειτα προσπάθησε να τα κουνήσει, για να αντικρίσει το "αερικό", όπως το έλεγε η γιαγιά της. Μάταια όμως, αφού ένιωθε όλο της το σώμα παγωμένο και παράλυτο. Τα χέρια της, τα δάχτυλά της, όλο της το κορμί βρίσκονταν εκεί, αλλά δεν έλεγαν να κουνηθούν. Η "παρουσία" άρχισε για ακόμη μια φορά να αναρριχάται πάνω της, ξεκινώντας από την άκρη του κρεβατιού. Ένα αίσθημα τρόμου κατέλαβε την μικρή, και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Όσο περισσότερο την πλησίαζε, τόσο περισσότερο ένιωθε να κυριαρχείται από το αερικό χωρίς να μπορεί να αντιδράσει.
Η μικρή προσπάθησε μάταια να αρθρώσει μιλιά, χωρίς το στόμα της όμως να βγάζει την παραμικρή άχνα. Η μαύρη μορφή της "παρουσίας" αναρριχήθηκε σιωπηλά πάνω της, ώσπου έφτασε να αντικρίσει το χρυσαφένιο σταυρουδάκι που είχε περασμένο στο λαιμό. Τότε αυτή, χωρίς πάλι να μπορέσει να κουνήσει τα χείλη της στο ελάχιστο, ίσα που σκέφτηκε να ρωτήσει: "Ποια είσαι;"
"Είμαι όσα θα πνίξεις μέσα σου για να μεγαλώσεις", της απάντησε με μια φωνή ψυχρή και άψυχη η παρουσία. Έπειτα διαλύθηκε μπροστά στα μάτια της, αφήνοντάς την ελεύθερη να κουνήσει το κορμί της. Αυτή πάλι έβαλε τα κλάματα, ξυπνώντας τους όλους στο σπίτι.