Ένας τεχνίτης ξυλουργός κάποτε στην μεσαιωνική Ελβετία είχε έναν μοναχογιό ο οποίος ήταν αδέξιος στα χειρωνακτικά. Αυτός προσπαθούσε μάταια επί χρόνια να τον μάθει πως να κατεργάζεται το ξύλο, ώσπου κάποια στιγμή που είδε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι, το πήρε απόφαση να τον αναθέσει σε άλλον. Έτσι τον έστειλε σε έναν δάσκαλο μακριά, και του ζήτησε να μην γυρίσει πίσω μέχρι να έχει να του παρουσιάσει κάποια σημαντική γνώση. Όταν μια μέρα ο μοναχογιός επέστρεψε, ο πατέρας τον ρώτησε τι του είχε μάθει ο δάσκαλος. Αυτός του απάντησε: "Ο δάσκαλος πατέρα με έμαθε Ισπανικά".
Ο πατέρας όμως, που δεν γνώριζε γλώσσες και κέρδιζε το ψωμί του σαν τεχνίτης, θεώρησε την γνώση αυτή άχρηστη. Πολύ περισσότερο τον ανησυχούσε η σκέψη ότι αυτός στο μέλλον θα γινόταν γέρος και δεν θα μπορούσε να συντηρεί και τους δυο. Έτσι τον έστειλε σε έναν άλλο δάσκαλο, ακόμη πιο μακριά από τον πρώτο, για να μάθει άλλη τέχνη. Όταν ο γιος επέστρεψε, του είπε με θάρρος και έπαρση: "Ο δάσκαλος που με έστειλες με έμαθε Ιταλικά." Η απάντηση του γιου καθόλου όμως πάλι δεν άρεσε στον πατέρα. Του είπε "θα σε στείλω για ακόμη μια φορά σε δάσκαλο, και αν και τώρα δεν μου παρουσιάσεις κάποια σημαντική γνώση όταν επιστρέψεις, δεν θα σε ξαναπω γιο μου και δεν θα έχεις καμία θέση στο σπίτι." Ο γιος ξαναπήρε τον δρόμο της ξενιτιάς για να συναντήσει τον νέο του δάσκαλο.
Όταν για τελευταία φορά ο γιος επέστρεψε, ο πατέρας του τον ρώτησε ποια ήταν η καινούρια γνώση που έφερνε από τα ξένα. Ο γιος τότε με πολύ ενθουσιασμό του απάντησε: "Αυτός ο δάσκαλος πατέρα με έμαθε Λατινικά!". Τότε όμως ο πατέρας εξοργίστηκε αφού θεώρησε την γνώση αυτή ακόμη πιο άχρηστη και από τα Ισπανικά ή τα Ιταλικά. Τότε του φώναξε: "Αν τα Ισπανικά και τα Ιταλικά που έμαθες δεν θα σου δώσουν μια φορά να φας, να δω τα Λατινικά τι θα τα κάνεις!" Μέσα στα νεύρα του έδιωξε τον γιο του από το σπίτι και του είπε πως από εδω και πέρα θα έπρεπε να βρει τρόπο να βγάζει μόνος του το δικό του ψωμί.
Ο γιος στενοχωρημένος πήρε τον δρόμο της ξενιτιάς, αυτή τη φορά χωρίς να έχει δάσκαλο να τον περιμένει. Περπάτησε και περπάτησε, μέρα και νύχτα, αλλά επειδή δεν είχε μαζί του χάρτη, χάθηκε μέσα σε ένα δάσος. Εκεί τον περιμάζεψαν ιππότες οι οποίοι μιλούσαν ισπανικά, και του εξήγησαν ότι είχε περπατήσει τόσο πολύ που είχε βρεθεί κοντά στη Μαδρίτη. Τον μετέφεραν στο κάστρο τους, όπου ο γιος τους παρακάλεσε να του βρουν κάποια δουλειά για να βγάζει τα προς το ζην. Ο Κόμης όμως εκεί αρνήθηκε και τον ρώτησε τι άλλο γνωρίζει, εκτός από ισπανικά. "Ιταλικά και λατινικά", του απάντησε αυτός.
"Ίσως έχεις μια καλύτερη τύχη τότε στην Ιταλία", του είπε ο Κόμης, μη μπορώντας να αξιοποιήσει κάπως τα ταλέντα του. Έπειτα τον έβαλε σε ένα καράβι και τον έστειλε στην Βενετία για να συναντήσει τον Δόγη, τον άρχοντα της πόλης. Ο γιος του τεχνίτη παρουσιάστηκε μπροστά στον Δόγη και τον παρακάλεσε να τον αξιοποιήσει κάπως ώστε να βγάζει το ψωμί του. Αυτός όμως αρνήθηκε και του είπε: "Αφού εκτός από Ιταλικά γνωρίζεις και Λατινικά, καλύτερα να πας στην Ρώμη".
Τον φόρτωσε σε μια άμαξα και διέταξε τον οδηγό της να μην σταματήσει πριν βρεθεί στην Ρώμη. Όταν ο έφτασε, ο αμαξάς τον άφησε έξω από την Εκκλησία του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό, μέσα στην οποία εκείνη τη στιγμή βρισκόταν Καρδινάλιοι ντυμένοι στα κόκκινα που προσπαθούσαν να εκλέξουν τον νέο Πάπα. Αυτοί απελπισμένοι που δεν μπορούσαν να διαλέξουν κάποιον αναμεταξύ τους, αποφάσισαν να εκλέξουν κάποιον λαϊκό και ζήτησαν από τον Θεό ένα σημάδι. Τότε μπήκε στην Εκκλησία ο νεαρός, με την παρουσία του οποίου απόρησαν. Αυτός τότε άρχισε να τους μιλάει σε άπταιστα Λατινικά. Αφού τους εξήγησε το ταξίδι του από το σπίτι του στην Ελβετία μέχρι την Ρώμη, αυτοί πείστηκαν πως ήταν ο εκλεκτός του Θεού που θα έπρεπε να καθίσει στον θρόνο του Αγίου Πέτρου. Μέσα σε μια εκθαμβωτική τελετή τον ανακήρυξαν τον νέο Πάπα.