Μια φορά και έναν καιρό, στο πανέμορφο νησί της Ίου στο Αιγαίο πέλαγος άνθισε ένα πανέμορφο ρόδο. Το λουλούδι αυτό φύτρωσε ακριβώς πάνω από τον τάφο του Ομήρου, και είχε μια υπέροχη, χαρακτηριστική ευωδία που έσπαγε τα ρουθούνια των ανθρώπων. Ένα αηδόνι, του οποίου το κελάηδισμα ήταν από τα πιο όμορφα στον κόσμο, πέταξε σε εκείνα τα μέρη και επισκέφτηκε την τελευταία κατοικία του ξακουστού ποιητή, όπου και τραγούδησε. Μόλις όμως έφτασε στο ράμφος του η μυρωδιά του ρόδου, τόσο μαγεύτηκε που άρχισε να κελαηδάει χωρίς σταματημό. Και έτσι το βρήκε ο θάνατος.
Ο γιος ενός ψαρά αργότερα βρήκε το νεκρό πουλί και το έθαψε στο χώμα κάτω από το ρόδο. Το ρόδο λοιπόν εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκε πως ένας άλλος ποιητής ταξίδεψε από μακριά, και αφού έκοψε το ρόδο, είπε: "Ιδού ένα ρόδο από τον τάφο του Ομήρου". Έπειτα ξύπνησε από αυτό τον τρομερό εφιάλτη.
Την επόμενη μέρα, ένας ποιητής έκανε όντως την εμφάνισή του στον τάφο του Ομήρου. Έκοψε το ρόδο και αφού μάδησε τα πέταλά του, τα δίπλωσε μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου το οποίο έγραφε ο ίδιος. Έπειτα πήρε μαζί του το βιβλίο και ταξίδεψε πάλι μέχρι τα ξένα. "Ιδού ένα ρόδο από τον τάφο του Ομήρου", έλεγε όπου πήγαινε με αυτό. Ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος συνέχισε το έργο του Ομήρου μυρίζοντας το πανέμορφο αυτό ρόδο.