Μια γάτα κάποτε έπιασε φιλίες με έναν ποντικό. Του είχε πει πολλά γλυκά και όμορφα λόγια σχετικά με την φιλία και τρυφερά συναισθήματα αγάπης που έτρεφε για αυτόν, τόσο που όταν μια μέρα ο άρχοντας την έδιωξε από το σπίτι του, το ποντίκι συμφώνησε να την φιλοξενήσει στο δικό του σπίτι, στο υπόγειο του σπιτιού του άρχοντα. «Πρέπει όμως να κάνουμε προετοιμασίες για τον χειμώνα, αλλιώς θα υποφέρουμε από πείνα», είπε η γάτα. «Και εσύ καλέ μου ποντικέ, να προσέχεις πολύ τις φάκες που βάζει ο άρχοντας ώστε να μην μου πάθεις τίποτα».
Το ποντίκι άκουσε την γάτα, και με τις οικονομίες τους αγόρασαν ένα βαρελάκι βούτυρο, το οποίο δεν ήξεραν που να φυλάξουν. Μετά από πολλή σκέψη, η γάτα πρότεινε να φυλάξουν το βαρελάκι στο κελάρι. «Εκεί ανάμεσα στα άλλα μεγάλα βαρέλια με τα κρασιά, ποιος θα δώσει σημασία σε ένα τόσο μικρό βαρέλι με βούτυρο;», είπε η γάτα στον ποντικό.
Και έτσι άφησαν το βαρελάκι με ασφάλεια στο κελάρι, αλλά δεν είχε περάσει πολύ καιρός και η πονηρή γάτα που πεινούσε, σκέφτηκε να πάει να φάει το βούτυρο. «Θα παω να βρω μια γάτα φίλη μου στο κελάρι», είπε στον ποντικό. «Έχουμε καιρό να βρεθούμε και θέλω, αν έχει περισσέψει κρασί από αυτό που αφήνει ο άρχοντας στην κούπα με την οποία δοκιμάζει τα κρασιά, να την φιλέψω με αυτό. Εσύ καλέ μου ποντικέ να προσέχεις το σπίτι», του είπε πριν φύγει.«Φυσικά και να πας», της απάντησε ο ποντικός, «και αν έχει όντως περισσέψει κρασί να μου φέρεις και μένα».
Περνούσε το απόγευμα και η γάτα ακόμα να φανεί. Ο ποντικός ανησύχησε. Τότε σκέφτηκε να πάει να δει στο κελάρι, μήπως η γάτα είχε μεθύσει. Την κοίταξε από μια μεριά και την είδε να καταβροχθίζει το βούτυρο από το μικρό βαρελάκι και να πίνει από την κανάτα του άρχοντα το κόκκινο κρασί. «Αυτή θα φάει και μένα», σκέφτηκε. Τότε κρύφτηκε καλά ώσπου η γάτα να γυρίσει πίσω στο σπίτι τους. «Ποντικέ! Ποντικέ!» του φώναξε η γάτα, αλλά ο ποντικός είχε κρυφτεί καλά και την παρακολουθούσε.
Αυτή, αφού συμπέρανε ότι ο ποντικός δεν βρισκόταν πουθενά, γύρισε στο κελάρι και συνέχισε να γλείφει και το βούτυρο από το βαρελάκι και να πίνει το κρασί του αφέντη. Ώσπου μετά από λίγο επέστρεψε πάλι στο σπίτι να αναζητήσει τον ποντικό. Τότε αυτός, από την φύση του πιο πονηρεμένος από την γάτα, πήγε στο υπόγειο και έστησε μια φάκα μπροστά στο βαρέλι με το βούτυρο, το οποίο η γάτα είχε σχεδόν αδειάσει. Κάλυψε καλά την φάκα και κρύφτηκε πάλι, αυτή την φορά στο υπόγειο. Τότε η πονηρή γάτα γύρισε για τρίτη φορά για να φάει και το υπόλοιπο βούτυρο, μόνο που το πόδι της πάτησε στην φάκα και πιάστηκε.
Μετά από λίγο που εμφανίστηκε ο άρχοντας για να πάρει κρασί από το κελάρι, έπιασε την γάτα και την πέταξε τελείως έξω από το σπίτι.