Μια φορά και έναν καιρό ήταν δυο αδελφές. Η μια ήταν πλούσια, αλλά δεν είχε παιδιά. Η άλλη είχε πέντε παιδιά, όμως ήταν χήρα και δεν είχε να τα ταΐσει. Με μεγάλη στενοχώρια πήγε στην αδελφή της και της είπε: "Τα παιδιά μου και εγώ πεινάμε. Εσύ όμως είσαι πλούσια. Δώσε μας λίγο ψωμί να φάμε."
Η πλούσια γυναίκα όμως, η οποία ήταν σκληρόκαρδη, είπε: "Δεν έχω τίποτα στο σπίτι μου να σου δώσω". Και με αυτά τα λόγια την έδιωξε.
Λίγο καιρό αργότερα, ο άντρας της πλούσιας γυναίκας γύρισε σπίτι κουρασμένος από την δουλειά. Όταν πήρε να κόψει λίγο ψωμί, παρατήρησε ότι στο εσωτερικό του είχε γεμίσει πράσινα σημάδια από μούχλα. Έπειτα πήγε στο υπόγειο να πάρει άλλο καρβέλι, αλλά δεν βρήκε ούτε ένα που να μην ήταν μουχλιασμένο, μαζί και το αλεύρι και το σιτάρι που είχαν βάλει στην άκρη για το χειμώνα. Έτρεξε τρομαγμένος στην γυναίκα του, η οποία μόλις συνειδητοποίησε ότι όλη τους η σοδειά είχε καταστραφεί άρχισε να ουρλιάζει απαρηγόρητη.
Τότε χτύπησε την πόρτα η φτωχή αδελφή, η οποία κουβαλούσε δυο μεγάλα καρβέλια ψωμί. Όταν την ρώτησαν που τα βρήκε, τους είπε:
"Προσευχήθηκα στον Θεό να λυπηθεί εμένα και τα παιδιά μου, όταν άκουσα κάποιον να χτυπάει την πόρτα μου. Όταν την άνοιξα, δεν είδα κανέναν, παρά μόνον ένα καρότσι γεμάτο καρβέλια και τριάντα σακιά αλεύρι που με φτάνουν για να περάσω όλο τον χειμώνα."
"Έτσι σκέφτηκα να φέρω λίγο και για εσάς", και με αυτά τα λόγια τους καληνύχτησε.