Ένας λύκος κάποτε συζητούσε με μια αλεπού σχετικά με την δύναμη του ανθρώπου. "Κανένα ζώο", του έλεγε αυτός, "δεν κατάφερε ως τώρα να ξεφύγει απ' τον άνθρωπο και τα όπλα του".
Η αλεπού απάντησε: "Αν ποτέ δω κάποιον άντρα, είμαι σίγουρη πως θα του ξεφύγω."
"Λοιπόν, μπορώ να σε βοηθήσω σε αυτό", της είπε ο λύκος. "Έλα μαζί μου νωρίς το πρωί, και θα σου δείξω έναν."
Η αλεπού ξύπνησε χαράματα, και μαζί με τον λύκο πήγαν σε έναν δρόμο μέσα στο δάσος, τον οποίο ακολουθούσε συχνά ένας κυνηγός.
Πρώτος πέρασε ένας παππούλης με μαγκούρα, ο οποίος έκλαιγε και οδύρονταν. "Αυτός είναι ο άντρας;",ρώτησε η αλεπού. "Όχι, αυτός ήταν κάποτε άντρας, αλλά τώρα γέρασε.", απάντησε ο λύκος.
Έπειτα εμφανίστηκε ένα μικρό παιδάκι, το οποίο έκλαιγε δυνατά και βογκούσε. "Μήπως αυτός είναι ο άντρας;", ρώτησε η αλεπού. "Όχι, αυτός θα γίνει άντρας όταν μεγαλώσει."
Μόλις εμφανίστηκε ο κυνηγός, ο λύκος είπε: "Αυτός είναι ο άντρας, και καλά θα κάνεις να κρυφτείς, γιατί αν σε πιάσει απ' την όμορφη ουρά σου, θα καταλήξεις καπέλο στο κεφάλι του!"
Και με αυτά τα λόγια κρύφτηκε σε μια κουφάλα δέντρου. Όταν ο κυνηγός είδε την αλεπού, έβγαλε το τόξο του για να την τραυματίσει. Αυτή όμως απέφυγε το βέλος και άρχισε να τρέχει στο δάσος. Ο κυνηγός την πήρε ξωπίσω, και άρχισε να της ρίχνει με το πιστόλι του, χωρίς να μπορεί να την πετύχει. Οι δυο τους έτρεξαν χιλιόμετρα, και ο λύκος από μακριά τους παρακολουθούσε χωρίς να δίνει σημεία ζωής ώστε να μην τον δει ο άνθρωπος.
Κάποια στιγμή όμως τους έχασε, και μόλις άκουσε κάποια ουρλιαχτά που έμοιαζαν με ανθρώπου, πίστεψε πως η αλεπού τραυμάτισε τον άνθρωπο. Μετά από λίγο αυτή κουτσαίνοντας εμφανίστηκε και του είπε:
"Μετά βίας και με πολλή πονηριά κατάφερα να του ξεφύγω. Όταν κάποια στιγμή αυτός με πυροβόλησε πολλές φορές από μακριά, σκέφτηκα να αρχίσω να ουρλιάζω σαν άνθρωπος. Πρώτα έκανα πως είμαι παππούλης, έπειτα πως είμαι μικρό παιδί."
"Δεν πρόλαβα να γυρίσω το βλέμμα μου και τον είδα παγωμένο από φόβο, νομίζοντας πως τραυμάτισε κάποιον απ' το δικό του γένος."