"Δεν θέλω να σε ξαναδώ", ήταν τα τελευταία της λόγια. Έπειτα έκλεισε την πόρτα του βαγονιού και έσβησε και τα φώτα, ώστε να μην την ξαναενοχλήσει. Ο Ηλίας, πικραμένος από τον τσακωμό, κάθισε σιωπηλά έξω από το βαγόνι. Έπειτα έμπηξε τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού βαθιά μέσα στην λευκή μπογιά που κάλυπτε το πρόσωπό του και αναστέναξε, σε μια ύστατη προσπάθεια να διώξει από πάνω του την ιδιότητα του κλόουν που τόσο τον είχε σημαδέψει. Μετά από λίγο έβαλε το δεξί του χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη του παρδαλού παντελονιού του και έβγαλε ένα χρυσό δαχτυλίδι.
Πέρασε την υπόλοιπη μισή ώρα αντικρίζοντας το δαχτυλίδι και σφίγγοντας το στην παλάμη του, μη θέλοντας να παραιτηθεί από την ιδέα ότι τα είχε κάνει θάλασσα και ότι το όνειρό του να παντρευτεί την Χριστίνα θα έμενε όνειρο για πάντα. Αφού καταλάγιασε η αγωνία μέσα του, σηκώθηκε και πήγε μέχρι το βαγόνι του όπου ξεβάφτηκε και έπεσε στο κρεβάτι, στριφογυρνώντας μέχρι αργά στο μαξιλάρι. "Τι έχεις ρε Ηλία;", ακούστηκε η φωνή του Μάκη από το διπλανό κρεβάτι, δίνοντας το έναυσμα για μια κουβέντα που θα κρατούσε τρεις ώρες.
Την επόμενη μέρα δεν αντάλλαξε ούτε βλέμμα με την Χριστίνα. Τον είχε ξεγράψει; Δεν ένιωθε την ανάγκη να του πει ούτε μια καλημέρα; Δεν είχε σημασία. Αυτός είχε καταστρώσει το πλάνο του. Καθώς στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του είχε σκεφτεί την παραμικρή λεπτομέρεια για το πως να κάμψει τις αντιστάσεις της και πως να την κάνει να εκτιμήσει όλες τις αντρίκειες ιδιότητες που έκρυβε πίσω από το γελοίο παρουσιαστικό του κλόουν.
Η ώρα πέρασε. Ο κόσμος άρχισε να συρρέει στο Τσίρκο. Ο Ηλίας πήγε στο βαγόνι του να φορέσει την στολή κλόουν. Τα εισιτήρια κοβόντουσαν το ένα μετά το άλλο, και οι θέσεις του κοινού άρχισαν να γεμίζουν ασφυκτικά. Μόλις έβαλε την τελευταία πινελιά λευκής μπογιάς στο πρόσωπό του, άρπαξε βιαστικά την περούκα και την κόκκινη μύτη και έσπευσε προς τη σκηνή. Όταν ήρθε η ώρα του, εκτέλεσε το νούμερο με τις μπάλες με χαρακτηριστική άνεση, μαγεύοντας το κοινό. Με την άκρη του ματιού του έπιασε την παρουσία της Χριστίνας να τον αντικρίζει, κάπως απορημένη και σαν να συλλογιέται αν θα ήθελε πραγματικά να συνεχίσει να έχει σχέση μαζί του. Αυτός τέλειωσε το νούμερό του, υποκλίθηκε και στάθηκε δίπλα σε μια από τις δύο σκάλες που θα χρησιμοποιούσαν οι ακροβάτες για να ανέβουν στο σύρμα.
Η Χριστίνα πλησίασε προς την σκάλα στην δική της πλευράς. Στην άλλη μεριά της σκηνής, ο Μάκης πλησίασε τον Ηλία και του έσφιξε του χέρι, έπειτα τον χτύπησε στην πλάτη, σαν να του παραχωρούσε την θέση. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο Ηλίας ανέβηκε τη σκάλα και τοποθετήθηκε ακριβώς απέναντι από την Χριστίνα, στην άλλη μεριά του σύρματος. Το κοινό φάνηκε να ενθουσιάζεται με αυτή την απρόσμενη εξέλιξη. Η Χριστίνα πάλι δεν έδειξε το παραμικρό σημάδι αντίδρασης.
Οι δύό τους προχώρησαν βήμα βήμα, με προσεκτικές αργές αλλά συνάμα κομψές κινήσεις ακροβασίας πάνω στο σύρμα. Ο Ηλίας φάνηκε να χάνει τον βηματισμό του, αλλά σύντομα τον ξαναβρήκε. Όταν αντάμωσε με την Χριστίνα στην μέση της διαδρομής, άπλωσε το αριστερό του χέρι και ξέβαψε πρόχειρα το πρόσωπό του από την λευκή μπογιά, έπειτα πέταξε πίσω του την κόκκινη μύτη δίχως δισταγμό. Με το δεξί του χέρι έβγαλε το δαχτυλίδι από την τσέπη του και υποκλίθηκε, όσο τον άφηνε το ακροβατικό νούμερο, μπροστά στην έκθαμβη Χριστίνα, προσφέροντάς της το. Έκλεισε το αναπάντεχο νούμερο με την αναμενόμενη έκφραση: "Θέλω να γίνεις γυναίκα μου!"