Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας ζωγράφος τόσο ταλαντούχος, που οι Θεοί έμαθαν για τις ικανότητές του και θέλησαν να τον προσεγγίσουν. Πρώτος ο Θεός Ήλιος έψαξε και βρήκε αυτόν τον τόσο σπουδαίο ζωγράφο, και αφού εξέτασε καλά καλά τα έργα του, του έδωσε ουράνια πινέλα και μπογιές και του ζήτησε να ζωγραφίσει με καμβά τον ουρανό. Και έτσι αυτός πήρε μια σκάλα, τις μπογιές του, και ζωγράφισε έναν ουρανό καταγάλανο, με χνουδωτά λευκά συννεφάκια και τον ήλιο σε όλο του το μεγαλείο να φωτίζει τον ουρανό. Αφού ολοκλήρωσε το έργο του, έπεσε κουρασμένος για ύπνο.
Ο Ήλιος ευχαριστήθηκε τόσο από το αποτέλεσμα, που πήγε στον Δια για να υπερηφανευτεί. Τότε ο Δίας θύμωσε που βρέθηκε άλλος πιο λαμπερός και πιο ένδοξος από αυτόν. Μόλις ο Ήλιος έφυγε και όσο ο ζωγράφος κοιμόταν, έβαλε τους υπηρέτες του να γεμίσουν τον ουρανό με σύννεφα. Και μόλις τα είδε, ολόγκριζα και μαύρα από το κακό τους, ξαμόλυσε τις αστραπές και τους κεραυνούς του για να χαλάσει τον όμορφο πίνακα του ζωγράφου. Και έτσι ο πανέμορφος πίνακας που πριν έδειχνε τον Ήλιο ολόλαμπρο, γέμισε γκρίζο.
Μόλις ο ζωγράφος ξύπνησε αντίκρισε το έργο του και κατάλαβε τι είχε συμβεί. Έβαλε τα κλάματα και ζήτησε ταπεινά συγχώρεση από τον Δία για την προσβολή που του έκανε. Ο Δίας άκουσε την προσευχή του: ένα-ένα καθώς έσταζαν τα δάκρυα, ξέπλεναν το γκρίζο του ουρανού, και καθώς αυτός έκλαιγε, τα δάκρυα πλήθαιναν και γίνονταν βροχή. Από την βροχή το γκρίζο ξεθύμανε και ξανάγινε λευκό και ο πίνακας ξαναέγινε όπως πρώτα. Για να θυμάται όμως για πάντα ο ζωγράφος το πάθημά του, ο Δίας του δώρισε όλων των χρωμάτων τις μπογιές. Τότε αυτός πήρε το πινέλο του και για να εξιλεωθεί ζωγράφισε ένα πανέμορφο ουράνιο τόξο για να καλύψει ό,τι γκρίζο απέμεινε στο πανέμορφο κάδρο του.