Κάποτε σε ένα βασίλειο μακρινό στην εποχή του Μεσαίωνα ζούσε ένας ιπποκόμος υπάκουος και καλός. Ο ιπποκόμος πρόσεχε τα άλογα του βασιλιά του με πολλή προσοχή, και φρόντιζε ώστε κάθε φορά που κάποιος από την βασιλική φρουρά θα χρειαζόταν άλογο να το έχει στην διάθεσή του. Περισσότερο όμως απ' όλα φρόντιζε το άλογο του βασιλιά, το οποίο ήταν ολόλευκο, δυνατό και είχε μεγάλη αρχοντική χάρη. Ώσπου μια μέρα που γύρισε από βόλτα στο χωριό, μπήκε στο στάβλο και δεν βρήκε το άσπρο άλογο του βασιλιά. Κάποιος το είχε κλέψει.
«Θα με γδάρουν ζωντανό αν το ανακαλύψουν», σκέφτηκε και έτσι βγήκε στο κυνηγητό για να το βρει. Παρατήρησε όμως ότι το άλογο είχε αφήσει πίσω του πατημασιές στο φρέσκο χώμα, και έτσι σκέφτηκε ότι κάποιος το είχε πάει στο δάσος. Περπάτησε πολύ μέσα στη μαύρη νύχτα, με το ένα χέρι στο λύχνο για να φέγγει, και το άλλο στο σπαθί του.
Λίγο πιο κάτω, σε ένα ξέφωτο μέσα στο δάσος συνάντησε δυο μικρά και άσχημα πλάσματα, δυο καλικαντζάρους, να κάθονται στον κορμό ενός δέντρου. Έκανε να τραβήξει το σπαθί του. Αφού όμως κοίταξε τα δυο καλικαντζαράκια καλύτερα κατάλαβε ότι ήταν μικρά σε ηλικία και ότι πεινούσαν. Τότε έβαλε το σπαθί πίσω στη θήκη του και έβγαλε και τους έδωσε νερό από το παγούρι του και ψωμί και βούτυρο να φάνε. Τα καλικαντζαράκια, που άλλο δεν ήθελαν, έπεσαν με τα μούτρα πάνω στο βούτυρο και βρώμισαν μέχρι τα αυτιά. Ήταν πραγματικά ένα αστείο αλλά και αηδιαστικό θέαμα για τον μικρό ιπποκόμο.
Τότε ακούστηκαν βήματα πίσω από τα σκοτεινά δέντρα και μια φωνή απευθυνόμενη στον νεαρό ιπποκόμο είπε: «αφού λυπήθηκες τα μικρά μου και τους φέρθηκες με αρχοντιά, δεν χρειάζεται να ψάξεις άλλο για το άσπρο άλογο. Θα σου το φέρω πίσω στο στάβλο». Τότε ο ιπποκόμος γύρισε πίσω και στην είσοδο είδε να τον περιμένει το άσπρο άλογο και καβάλα του μια μαυροφορεμένη μορφή με κουκούλα, της οποίας το πρόσωπο δεν φαινόταν καθόλου. Αφού του άφησε το άλογο, υποκλίθηκε μπροστά του και χάθηκε στο δάσος χωρίς να πει μιλιά.