Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν μαζί τρεις αρκούδες σε ένα ξύλινο σπίτι. Μια από αυτές ήταν μικρή, η δεύτερη από αυτές ήταν μεσαία σε μέγεθος, και η τρίτη ήταν η μεγαλύτερη και παχύτερη απ' όλες. Η καθεμιά τους είχε ένα δοχείο μέλι. Έτσι είχαν τρια δοχεία: ένα μικρό, ένα μεσαίο, και ένα μεγάλο. Αλλά και τρεις καρέκλες, μια μικρή, μια μεσαία και μια μεγάλη. Και η καθεμιά τους από ένα κρεβάτι: ένα μικρό κρεβάτι για την μικρή, ένα μεσαίο κρεβάτι για την μεσαία, και ένα μεγάλο κρεβάτι για να χωράει την μεγάλη.
Μια μερά, βγήκαν από το σπίτι να πάνε στο δάσος. Τότε τις είδε να απομακρύνονται ένας μεγαλόσωμος άντρας με μια κοιλιά μεγάλη και τουρλωτή και μπήκε στο σπίτι τους να ψαχουλέψει. Πρώτα βρήκε το μικρό δοχείο, το οποίο είχε μέλι, και το έκανε μια χαψιά. Αφού δεν χόρτασε, πήρε το μεσαίο δοχείο, και το κατασπάραξε κι αυτό. Τότε άπλωσε τα χέρια του στο τελευταίο δοχείο, στο οποίο έμπηξε το δάχτυλό του και άρχισε να το γλείφει, ώσπου δεν έμεινε και σε αυτό τίποτα.
Η κοιλιά του μεγαλόσωμου άντρα πρήστηκε από το πολύ φαί, και θέλησε να καθίσει. Αφού είδε τις τρεις καρέκλες, πήγε να κάτσει πρώτα στην μικρή, αλλά είδε ότι δεν τον χωρούσε. Έπειτα προσπάθησε στη μεσαία, και τέλος την μεγάλη, ώσπου κατάλαβε ότι καμία δεν τον άντεχε. Έτσι έβαλε τις τρεις καρέκλες στη σειρά και τοποθέτησε τα πόδια του στη μικρή, τη μέση του στη μεσαία, και την πλάτη του στην μεγάλη. Αλλά οι τρεις καρέκλες δεν άντεξαν το βάρος του, και μετά από λίγο έγιναν κομμάτια και τον έριξαν τον στο έδαφος.
Τότε ο άντρας ανέβηκε τις σκάλες, όπου είδε τα τρια κρεβάτια. Πρώτα πήγε να ξαπλώσει στο μικρό κρεβάτι, αλλά είδε πως δεν τον χωρούσε. Έπειτα πήγε στο μεσαίο, και τέλος στο μεγάλο. Αφού είδε πως κανένα δεν τον χωρούσε, ξάπλωσε στο μεγάλο και άπλωσε τα πόδια και τα χέρια του στα άλλα δυο κρεβάτια και αποκοιμήθηκε.
Εκείνη την ώρα όμως μπήκαν οι τρεις αρκούδες στο σπίτι, οι οποίες μόλις είχαν γυρίσει από το δάσος.
"Κάποιος έφαγε το μέλι από το δοχείο μου", είπε η μικρή αρκούδα. "Και από το δικό μου", είπε η μεσαία αρκούδα. "ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ", είπε η μεγάλη αρκούδα με την βροντερή της φωνή. Έπειτα κοίταξαν τις καρέκλες και αναφώνησαν και οι τρεις μαζί "κάποιος έσπασε τις καρέκλες μας!"
Τότε ανέβηκαν στο δωμάτιο, και είδαν τον μεγαλόσωμο άντρα με την τουρλωτή κοιλιά να κοιμάται πάνω στα κρεβάτια τους. Έτσι μεγαλόσωμο που τον είδαν, τον φοβήθηκε μέχρι και η μεγαλύτερη από τις τρεις αρκούδες, και σκέφτηκαν να του βάλουν όλες μαζί φωνή για να τον ξυπνήσουν. Πρώτη η μικρή αρκούδα του φώναξε: "ξύπνα!", μετά η μεσαία "ξύπνα!" και τέλος η μεγαλύτερη "ΞΥΠΝΑ!", και έπειτα και οι τρεις μαζί "ΞΥΠΝΑ! ΞΥΠΝΑ! ΞΥΠΝΑ!"
Όμως ο άντρας κοιμόταν τόσο βαθιά, που δεν άκουσε τίποτα, αφού ο ήχος από το ροχαλητό του έφτανε πιο πριν στα αυτιά του. Τον ταρακούνησαν με τα χέρια τους, μήπως και τον ξυπνήσουν, αλλά μάταια αφού αυτός κοιμόταν πολύ βαθιά. Τότε από το ανοιχτό παράθυρο μπήκε μια μύγα, η οποία πήγε και έκατσε πάνω στην πρησμένη του κοιλιά. Και ενώ οι αρκούδες τόση είχαν βάλει τα δυνατά τους για να τον ξυπνήσουν, αυτής δεν χρειάστηκε παρά μόνο το παραμικρό της άγγιγμα για να τον κάνει να πεταχτεί στον αέρα.