Ήταν κάποτε ένας ξυλοκόπος που ζούσε σε μια ξύλινη καλύβα βαθιά μέσα στο δάσος. Ο άνθρωπος αυτός είχε πολύ μεράκι, το οποίο είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του και τον παππού του που ήταν και αυτοί ξυλοκόποι. Κάθε πρωί, με την αυγή, έπαιρνε το τσεκούρι του και πήγαινε να κόψει ξύλα, τα οποία μετά πουλούσε στο χωριό. Έκοβε όμως από το δάσος ακριβώς πέντε δέντρα, όπως ακριβώς έκαναν ο πατέρας και ο παππούς του πριν από αυτόν.
Τα χρόνια όμως περνούσαν, και ο φτωχός ξυλοκόπος έβλεπε άλλους να κάνουν περιουσία και αυτόν να μένει πίσω. Έτσι σκέφτηκε πως ίσως αν μπορούσε να κόψει περισσότερα δέντρα θα μπορούσε να πουλήσει τα ξύλα και να βγάλει περισσότερα χρήματα ώστε να τους φτάσει. Πήρε το τσεκούρι του και ξεκίνησε για το δάσος. Αφού έκοψε δέκα δέντρα, τα διπλά δηλαδή από το καθημερινό, ένιωσε κουρασμένος και σκέφτηκε να τα παρατήσει. Τότε κάθισε για λίγο πάνω σε μια μεγάλη πέτρα για να ξεκουραστεί, και αντίκρυσε απέναντί του προς μεγάλη του έκπληξη έναν γέρο ο οποίος καθόταν με το πρόσωπο θαμμένο στα χέρια του. Ο ξυλοκόπος τον ρώτησε:
«Ποιος είσαι ξένε;»
«Ένας ταξιδευτής», του απάντησε ο γέρος χωρίς να πάρει τα χέρια από το κεφάλι του.
«Και πόσο καιρό ταξιδεύεις;»
«Τετρακόσια χρόνια ασταμάτητα.»
«Τετρακόσια χρόνια! Δεν είναι δύσκολο να ταξιδεύει κανείς για τετρακόσια χρόνια;»
«Θα ήταν πολύ δύσκολο για μένα» του απάντησε ο γέρος, «αν δεν αγαπούσα τόσο πολύ τα δάση».
Δεν πρόλαβε ο ξένος να πει την τελευταία του λέξη και ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος, σαν από τσεκούρι που χτυπάει πάνω σε κορμό δέντρου. Και τότε δεν πρόλαβε ο νεαρός ξυλοκόπος να καταλάβει, αν ο ξένος έγινε πουλί και πέταξε μακριά ή σκουλήκι και τον κατάπιε η γη μπροστά στα μάτια του.