ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας καλικάντζαρος που τον έλεγαν Μαγάρα, ο οποίος είχε την κακή συνήθεια να τρώει απ' τα φαγητά των ανθρώπων και ύστερα να αμολάει τα βρωμερά αέρια του πάνω τους ώστε να μην μπορεί να φάει άλλος.
Το κακό παράγινε όταν μια μέρα η νοικοκυρά του σπιτιού στο υπόγειο του οποίου κατοικούσαν οι Καλικάντζαροι μαγείρεψε ρεβύθια για μεσημέρι. Όσο αυτή ήταν απασχολημένη, ο Μαγάρας άνοιξε την κατσαρόλα και τα έκανε μια χαψιά. Μόλις τελείωσε όμως, και αφού αμόλυσε τα αέριά του πάνω τους, παραξενεύτηκε πολύ που η κοιλιά του δεν ξεπρήστηκε, παρά μόνο παρέμενε φουσκωμένη σαν μπαλόνι.
Έτσι όταν γύρισε στο υπόγειο, οι άλλοι Καλικάντζαροι θύμωσαν πολύ μαζί του και τον πέταξαν έξω με τις κλωτσιές, αφού τους τρέλανε από τα πολλά αέρια. "Μην ξανάρθεις αν πρώτα δεν ξεπρηστείς", του είπαν. Στενοχωρημένος, και με την κοιλιά του να μην λέει να ξεφουσκώσει, αυτός πήρε δρόμο με το μαξιλαρι του και βάλθηκε να βρει άλλη μεριά να κοιμηθεί.
Αφού έψαξε σε όλο το χωριό, με τα πολλά κατέληξε σε μια φάρμα ζώων. Εκεί τρύπωσε στον αχυρώνα όπου κρύφτηκε ανάμεσα στις αγελάδες. Μετά από λίγο όμως, μέχρι κι αυτές απόρησαν με τα πόσα αέρια είχε αμολύσει. Για να τον τιμωρήσουν, τον πλησίασαν απειλητικά και του αμόλυσαν πίσω τα δικά τους, ξυπνόντας τον απ' τον ύπνο του.
Έτσι κι αυτός, έκλεισε τη μύτη του και πήρε δρόμο. Η κοιλιά του όμως, δεν έλεγε με τίποτα να ξεπρηστεί. Βλέποντας πως στο χωριό του έκλειναν όλοι την πόρτα, κατέληξε σε έναν βρωμερό ξενώνα στη μέση του πουθενά, στον οποίο μασκαρεύτηκε για να μπει ώστε να μην κινήσει υποψίες.
Καθώς όμως ζητούσε δωμάτιο στο θυρωρό, δυο βρωμερές πορδές βγήκαν απ' τον πισινό του, τραβώντας την προσοχή των ταξιδευτών που αναπαύονταν εκείνη τη στιγμή στον ξενώνα. Αυτοί τον πλησίασαν απειλητικά να του ζητήσουν εξηγήσεις κι έτσι, μόλις αυτός τους κατάλαβε, έτρεξε κατευθείαν τρομαγμένος στην κουζίνα και κλειδαμπαρώθηκε. Οι ταξιδιώτες άρχισαν να χτυπούν την πόρτα δυνατά ώστε να βγει.
Αυτός πάλι, με το που είδε φαγητό, τα ξέχασε πάλι όλα. Καταβρόχθισε ό,τι βρήκε μπροστά του, με αποτέλεσμα η κοιλιά του να φουσκώσει ακόμη περισσότερο από πριν. Όταν δε τέλειωσε, τόσο είχε βαρύνει που δεν μπορούσε καν να κουνηθεί. Έτσι ξάπλωσε κάτω στο πάτωμα.
Με το που τα κατάφεραν οι άνθρωποι να ανοίξουν την πόρτα, έμειναν έκπληκτοι με το θέαμα και τη δυσωδία. "Τόσο που έφαγε, μια σόδα του λείπει να χωνέψει", αναφώνησαν και έσκασαν στα γέλια που τον είδαν να μην μπορεί καν να σηκωθεί από κάτω. Ένας δε μάλιστα απ' αυτούς πήγε και του 'φερε στα αλήθεια σόδα, και αυτός ανακουφίστηκε πολύ μόλις την ήπιε.
"Επιτέλους βρήκα λύση στο πρόβλημά μου", αναφώνησε ο Μαγάρας μόλις ένιωσε την κοιλιά του να ξεπρήζεται, όμως οι άνθρωποι αμέσως μετά τον έκαναν τόπι στο ξύλο.
Διορθώθηκε άραγε; Δύσκολο ερώτημα για έναν Καλικάντζαρο, όμως σε κάθε περίπτωση πήρε το μάθημά του και έκτοτε προτιμάει να ξεφουσκώνει πίνοντας σόδα παρά αμολώντας τα αέριά του πάνω στα φαγητά των ανθρώπων.