EΝΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΟ ΒΑΖΟ κάποτε σε ένα σπίτι ήθελε όλα τα άλλα σκεύη και ασημικά να το ζηλεύουν για τα όμορφά του λουλούδια. "Θέλω όλοι να με θαυμάζουν!", έλεγε, και φρόντιζε ώστε να μαζεύει μόνο τα πιο φανταχτερά και πολύχρωμα λουλούδια που μπορούσε να βρει στον κήπο. Έπειτα όμως, αφού τα άλλα σκεύη και ασημικά τα έβλεπαν και τα θαύμαζαν, αυτό βαριόταν να τα ποτίσει ώστε να κρατηθούν ζωντανά. Και έτσι δεν προλάβαιναν να περάσουν δυο-τρεις μέρες και αυτά μαραίνονταν.
"Πρέπει να βρω τρόπο να διατηρούνται για πάντα χωρίς πότισμα", σκέφτηκε μια μέρα το βάζο, και άρχισε να περιεργάζεται λύσεις στο πρόβλημά του. "Γιατί δε δοκιμάζεις τεχνητά λουλούδια;", του πρότεινε μια μέρα το άρωμα. Το βάζο το σκέφτηκε καλά, και αποφάσισε πως έτσι δε θα χρειαζόταν ούτε πότισμα, μα ούτε και να βγαίνει κάθε τρεις και λίγο έξω στον κήπο για να μαζέψει καινούρια, αφού δεν θα χαλούσαν.
Έτσι λοιπόν επισκέφτηκε όλα τα ανθοπωλεία της πόλης για να βρει τεχνητά λουλούδια. Πρώτα σκέφτηκε να αγοράσει τριαντάφυλλα από αφρό, τα οποία ήταν και τα πιο οικονομικά. Μάζεψε λοιπόν έναν μεγάλο αριθμό από αυτά ώστε να κάνει μπουκέτο, και έπειτα γύρισε στο σπίτι γεμάτο χαρά και κάθισε υπομονετικά και περίμενε να δει αν τα άλλα σκεύη και ασημικά θα εντυπωσιάζονταν. "Πώς γίνεται να είναι όλα ολόιδια μεταξύ τους...", είπε ο καθρέφτης με απορία μόλις τα είδε, και πήρε να μυρίσει ένα. "Μας κοροϊδεύεις!", φώναξε τότε στο βάζο, νευριασμένο που στην αρχή τα πέρασε για αληθινά.
Και έτσι, την επόμενη μέρα, απογοητευμένο που το κόλπο του δεν έπιασε, σκέφτηκε να πάρει τεχνητά λουλούδια αυτή τη φορά από ύφασμα, τα οποία είχαν ποικιλία σε είδη και σε χρώματα, και το κάθε πέταλο έμοιαζε διαφορετικό. Διάλεξε λοιπόν τα πιο φανταχτερά από αυτά, και έκανε ένα μπουκέτο. Μόλις όμως το πήγε στο ταμείο, του φάνηκαν βαριά και ασήκωτα, αφού είναι φτιαγμένα με υλικά που ζυγίζουν πολύ. "Ας είναι", σκέφτηκε καθώς τα αγόρασε, έπειτα γύρισε στο σπίτι. Όλα τα σκεύη και ασημικά εντυπωσιάστηκαν μόλις τα είδαν και τα πέρασαν για αληθινά. Δεν πρόλαβε όμως να περάσει λίγη ώρα, και το βάζο κουράστηκε να τα κρατάει, αφού ήταν πολύ βαρια. "Με συγχωρείτε αλλά δεν αντέχω να τα κουβαλάω άλλο...", παραδέχθηκε, και όλοι κατάλαβαν πως τα λουλούδια ήταν ψεύτικα. Έπειτα λύθηκαν στα γέλια.
Και έτσι την τρίτη μέρα, το βάζο σκέφτηκε να αγοράσει λουλούδια με επικάλυψη από κερί, τα οποία ήταν ακριβότερα απ’ όλα, αφού ήταν αληθινά λουλούδια βουτηγμένα στο κερί ώστε να κρατάνε περισσότερο. Αφού έδωσε όλα του τα λεφτά έφτιαξε ένα ολόκληρο μπουκέτο από αυτά και γύρισε στο σπίτι. Για να σιγουρευτεί μάλιστα πως αυτή τη φορά δεν θα το καταλάβαινε κανένας αγόρασε επιπλέον ένα μπουκαλάκι με αρώματα λουλουδιών, με τα οποία τα ψέκασε ώστε να μυρίζουν φρεσκάδα.
Γύρισε λοιπόν στο σπίτι, και αφού τοποθέτησε σωστά τα λουλούδια, περίμενε για να δει αν θα τραβούσε την προσοχή των άλλων. Αυτή τη φορά το κατάφερε: όλα τα σκεύη και ασημικά του σπιτιού μαζεύτηκαν τριγύρω του για να θαυμάσουν το πανέμορφο μπουκέτο που είχε φτιάξει. "Θεέ μου τι όμορφα λουλούδια!",είπε το κάδρο, και πήρε ένα και το μύρισε. Η μυρωδιά του του έφερε όμορφες αναμνήσεις, και έτσι, έμεινε πάνω από το βάζο να το μυρίζει με τις ώρες χωρίς να καταλάβει τίποτα.
"Σαν να κάνει κρύο εδώ μέσα", είπε τότε η νοικοκυρά και άναψε το καλοριφέρ. Δεν πρόλαβαν να περάσουν λίγα λεπτά, και το σπίτι ζεστάθηκε ολόκληρο. Μαζί και τα λουλούδια, τα οποία άρχισαν να λιώνουν μέσα στο βάζο. Αφού έλιωσε καλά καλά η επικάλυψη κεριού, τα λουλούδια έμειναν όπως ήταν από τη φύση τους. Ύστερα μαράθηκαν και άρχισαν να μυρίζουν άσχημα.
"Κι αυτά ψεύτικα...;", ρώτησε έκπληκτο το κάδρο, και έπειτα και τα υπόλοιπα σκεύη και ασημικά ξέσπασαν σε γέλια με το θέαμα. Ώσπου κάποια στιγμή εμφανίστηκε η νοικοκυρά, η οποία πέταξε τα χαλασμένα λουλούδια και καθάρισε το βάζο από τα λιωμένα κεριά.
Το βάζο ντράπηκε τόσο που από εκείνη τη μέρα το πήρε απόφαση και κάθε φορά που μάζευε φρέσκα λουλούδια από τον κήπο, τα περιποιούνταν και τα πότιζε ώστε να διατηρούνται για μέρες.