ΕΝΑ ΚΟΥΒΑΡΙ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα σπίτι αγαπούσε πολύ τις αστυνομικές ταινίες και τα μυθιστορήματα. Τόσο ενθουσιαζόταν δε κάθε φορά που έπεφτε στα χέρια του κάποιο νέο βιβλίο μυστηρίου, που ευχόταν να του δοθεί η ευκαιρία να λύσει και αυτό κάποιο μυστήριο στην πραγματική ζωή.
Ώσπου μια ωραία μέρα, λίγο πριν την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ξύπνησε και παρατήρησε ότι η πιατέλα με τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα είχε κάνει φτερά από την τραπεζαρία. "Ευκαιρία να αποδείξω τι αξίζω", σκέφτηκε και αμέσως ενημέρωσε τα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Αυτά πάλι τρόμαξαν μόλις άκουσαν τι είχε συμβεί και άρχισαν να κατηγορούν το ένα το άλλο.
"Είμαι σίγουρος πως κάποιο ξωτικό πήρε την πιατέλα", τους είπε το κουβάρι για να τα καθησυχάσει και τους έδειξε το τζάκι, στη στάχτη του οποίου φαινόντουσαν φρέσκιες πατημασιές από τόσο δα μικρές πατουσίτσες οι οποίες έφταναν ως έξω από την πόρτα. Έπειτα το κουβάρι φόρεσε καπέλο και καμπαρτίνα για να θυμίζει κανονικό ντετέκτιβ και τις ακολούθησε με στόχο να βρει το κρυσφήγετο των ξωτικών και να επιστρέψει τα κλεμμένα.
Ακολουθώντας λοιπόν τις πατημασιές περπάτησε πολύ, ώσπου κάποια στιγμή έφτασε σε ένα δάσος. Τόσο ψηλά ήταν όμως τα δέντρα του, που μόλις το κουβάρι έκανε μερικά βήματα άρχισε να νιώθει ότι χάνεται, αφού το χώμα έγινε λάσπη από μια ψιχάλα και οι πατημασιές έσβησαν. Τότε λοιπόν σκέφτηκε το εξής τέχνασμα: θα ξετυλιγόταν σιγά σιγά καθώς προχωρούσε και έτσι θα σημάδευε την διαδρομή του, ώστε να ξέρει από που είχε περάσει και που όχι ώστε να μην χαθεί. Έτσι κι έγινε. Με πονηριά λοιπόν και πολλή υπομονή ξετυλίχθηκε μέσα σε ολόκληρο το δάσος, ώσπου κάποια στιγμή είδε ένα ξέφωτο με μια παράγκα.
"Με συγχωρείτε, είναι κανείς εδώ;", ρώτησε καθώς χτύπησε την πόρτα της παράγκας και τότε είδε μπροστά του τρομαγμένη τη γάτα της νοικοκυράς του σπιτιού του, η οποία είχε κρυφτεί για να γλιτώσει από τις ψιχάλες. Έπειτα με πολύ προσοχή έψαξε την παράγκα, μα δεν βρήκε ούτε πιατέλα ούτε και κάποιο στοιχείο που να δείχνει πως στην παράγκα κατοικούσε κάποιο ξωτικό, παρά μόνο πατημασιές ολόιδιες με αυτές που βρήκε στο τζάκι του σπιτιού, οι οποίες σίγουρα ανήκαν στη γάτα.
"Η νοικοκυρά θα χαρεί πολύ μόλις σε δει", είπε το κουβάρι απογοητευμένο και μαζί με τη γάτα πήραν το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι, όπου τα στολίδια του δέντρου το περίμεναν πως και πως. Αυτό πάλι, αφού σιγούρεψε πως η γάτα γύρισε στο καλάθι της με ασφάλεια, τους εξήγησε πως δεν μπόρεσε να βρει ποιος έκλεψε την πιατέλα.
"Τότε σίγουρα το έκανε κάποιος από μας", είπαν τα στολίδια αναμεταξύ τους και συνέχισαν να τσακώνονται. Τότε το κουβάρι είδε με την άκρη του ματιού του ίχνη ζάχαρης πάνω στο χαλί της κουζίνας. Δίχως να χάσει χρόνο τα ακολούθησε, ώσπου κατέληξε σε ένα απ' τα ντουλάπια, όπου η νοικοκυρά συνήθιζε να κρύβει λιχουδιές.
Μόλις άνοιξε το ντουλάπι, προς μεγάλη του έκπληξη είδε μπροστά του την πιατέλα με τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, καθώς και ένα σημείωμα, το οποίο πήρε και πήγε να το διαβάσει μπροστά στα στολίδια του δέντρου:
"Μην φάτε άλλους κουραμπιέδες πριν το ρεβεγιόν ώστε να φτάσουν, με αγάπη η Γιαγιά"
έγραφε αυτό και τα στολίδια του δέντρου ξέσπασαν σε γέλια μόλις το άκουσαν.
Και το καλό μας κουβάρι; Από τη μια χάρηκε που βρήκε την πιατέλα αλλά και έσωσε τη γάτα της νοικοκυράς που είχε χαθεί στο δάσος, από την άλλη κατάλαβε πως πολλά πράγματα στη ζωή δεν είναι όπως στις αστυνομικές ταινίες.