ΈΝΑ ΚΟΛΟΚΑΣΙ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα μανάβικο είχε τη φήμη ότι έφερνε καλή τύχη και αφθονία σε όποιον βρισκόταν κοντά του.
Μια μέρα εκεί κοντά στα Χριστούγεννα, έτυχε ο μανάβης, που ήταν από την Ικαρία, να το κάνει δώρο στο Δήμαρχο του χωριού. Ο Δήμαρχος γέλασε μόλις ο μανάβης του είπε για την καλή τύχη: “είσαι προληπτικός”, του είπε, όμως το πήρε μαζί του.
Πώς τα ‘φερε η τύχη όμως και ανήμερα το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, κέρδισε το λαχείο. Αλλά και οι διάδρομοι, οι αποθήκες και τα ράφια στο Δημαρχείο γέμισαν δώρα εκείνη τη μέρα. “Βρε μήπως είναι όντως καλότυχο αυτό το κολοκάσι;”, αναρωτήθηκε φωναχτά.
Από εκείνη τη μέρα, η φήμη κυκλοφόρησε σε ολόκληρο το χωριό: ο Δήμαρχος είχε ένα κολοκάσι, το οποίο έφερνε καλή τύχη σε όποιον βρισκόταν κοντά του. Το κολοκάσι στην αρχή γλυκάθηκε που όλοι το ζητούσαν, όμως σύντομα κατάλαβε πως είχε βρει μπελά: οι άνθρωποι το έτριβαν πάνω τους, το αγκάλιαζαν, το φιλούσαν για να τους φέρει καλή τύχη.
Οι μέρες περνούσαν και το κολοκάσι δεν έβρισκε ησυχία. Με τα πολλά, και αφού πλούτισε όχι μόνο το χωριό, αλλά και τα διπλανά χωριά, και άνθρωποι από πόλεις μακρινές ερχόντουσαν για να το επισκεφτούν, αυτό σκέφτηκε να μεταμφιεστεί για να γλιτώσει. Ντύθηκε λοιπόν… παστινάκι και έκανε βράδυ να φύγει. Στα μισά της διαδρομής όμως το σταμάτησαν αστυνόμοι και το γύρισαν πίσω.
“Σε μεγάλους μπελάδες με έβαλες”, είπε αυτό στον μανάβη.
“Σειρά μου να σου κάνω εγώ δώρο ένα εισιτήριο για την Ικαρία, να αφήσεις τις σκοτούρες σου πίσω”, του είπε αυτός και έβγαλε από την τσάντα το πολυπόθητο εισιτήριο.
Το κολοκάσι ταξίδεψε λοιπόν μέχρι την μακρινή Ικαρία για να βρει την ησυχία του. Εκεί παραξενεύτηκε πολύ που οι ντόπιοι δεν του ζητούσαν να τους φέρει αφθονία και πλούτη. Αλλά και όταν ξένοι τουρίστες έψαξαν να το βρουν οι ντόπιοι το προστάτευσαν: “δεν θα βρείτε εδώ αυτό που ψάχνετε”, τους είπαν, αφού τα πλούτη και οι μπελάδες δεν τους ένοιαζαν, παρά μόνο να έχουν και οι ίδιοι ησυχία.
Και έτσι το κολοκάσι έζησε μαζί τους μέχρι τα βαθιά γεράματα. Και η αφθονία που έφερε στους ντόπιους; Δεν είναι άλλη από τη φημισμένη μακροζωία του νησιού, η οποία προϋποθέτει να έχει κανείς την ησυχία του.