ΜΙΑ ΤΣΑΝΤΑ ΘΑΛΑΣΣΗΣ κάποτε είχε την κακή συνήθεια να παίρνει συνέχεια ένα κάρο αχρείαστα πράγματα μαζί της κάθε φορά που πήγαινε στην παραλία, άλλα εκ των οποία τα ξεχνούσε εκεί μόνη της και άλλα της τα έπαιρνε ο άνεμος.
Έτσι λοιπόν, μια μέρα όπως όλες τις άλλες που έτυχε να πάει στην παραλία, φύσηξε δυνατός άνεμος ο οποίος της πήρε την ψάθα μακριά.
Αυτή τότε έτρεξε ξωπίσω της να την πιάσει, όμως ο άνεμος την πήρε ακόμη πιο μακριά. Για να τα καταφέρει, αυτή άρχισε να τρέχει πίσω απ’ την ψάθα, σκορπώντας απρόσεκτα τριγύρω της όλα τα άχρηστα πράγματα που είχε πάρει μαζί: από πλαστικά μπαλάκια τέννις, μέχρι αντιηλιακά και πετσέτες.
Έτρεχε κι έτρεχε για να την φτάσει, ώσπου με τα πολλά συνειδητοποίησε ότι είχε ξεμακρύνει πολύ από την παραλία. Όταν κάποια στιγμή κατάφερε να πιάσει την ψάθα και να τη μαζέψει, τόσο πολύ είχε μπερδευτεί για το που βρισκόταν που δεν θυμόταν καν τον δρόμο της επιστροφής. Όταν με τα πολλά βρήκε ένα μονοπάτι που της έμοιαζε σωστό και το ακολούθησε, βρέθηκε σε άλλη παραλία από αυτή που είχε ξεκινήσει.
«Θεέ μου τι καθαρή παραλία!», αναφώνησε αυτή μόλις την είδε, αφού πράγματι είχε βρεθεί σε μια παραλία γειτονική, στην οποία δεν είχε πατήσει το πόδι του άνθρωπος. «Θα ήταν και η δική μας έτσι καθαρή, αν δεν σκορπούσες τα πράγματά σου όπου να ‘ναι!», της είπαν τα άλλα μπανιερά, τα οποία είχαν ανησυχήσει πολύ με την αργοπορία της και την αναζήτησαν.
Όταν αυτή τα ρώτησε πως την βρήκαν, αυτά της εξήγησαν πως στο διάβα της είχε αφήσει ως σημάδια τα λογής λογής αντικείμενα που σκορπούσε απρόσεκτα τρέχοντας πίσω απ’ την ψάθα. Αυτή πάλι, κοκκίνησε μόλις το άκουσε, και έτσι στο δρόμο της επιστροφής τα μάζεψε όλα από κάτω με πολύ προσοχή.
Από τότε πήρε το μάθημά της να κουβαλάει μόνο τα απαραίτητα στην παραλία, αλλά και να προσέχει να μην τα σκορπάει δεξιά και αριστερά.