Ένα κουβαδάκι κάποτε σε μια παραλία δυσκολευόταν πολύ να βρει χώρο για να ξεδιπλώσει το ταλέντο του, αφού η παραλία ήταν μονίμως γεμάτη ξαπλώστρες, λουόμενους αλλά και σκουπίδια.
«Τα κουβαδάκια σου και σε άλλη παραλία τότε», του είπαν για μέρα οι κάβουρες, γελώντας μαζί του αφού πίστευαν πως απλά τους έλεγε δικαιολογίες. «Αυτά τα λέτε γιατί δεν πιστεύετε στο ταλέντο μου», τους είπε πίσω το κουβαδάκι και αυτά το προκάλεσαν να αποδείξει την αξία του.
Αυτό θυμωμένο βάλθηκε να τους αποδείξει ότι είχαν άδικο. Έτσι λοιπόν, αφού δεν έβρισκε χώρο στην παραλία, πήγε όσο πιο κοντά στην ακροθαλασσιά μπορούσε, κι άρχισε να χτίζει κάστρα και πύργους. Αφού δούλεψε αρκετή ώρα και κουράστηκε, και μόλις ολοκλήρωσε το έργο του, φώναξε τους κάβουρες να το δουν, όμως πριν καλά καλά προλάβουν, ένα δυνατό κύμα κατέστρεψε το έργο του. «Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια», του είπαν οι κάβουρες και γέλασαν δυνατά με το πάθημά του.
Τότε το κουβαδάκι, βλέποντας πως αλλού δεν θα έβρισκε χώρο, περίμενε υπομονετικά να πέσει το σκοτάδι και να φύγει ο κόσμος. Ύστερα απομάκρυνε τις ξαπλώστρες, και με μόνο το φως του φεγγαριού άρχισε να χτίζει κάστρα και πύργους. Μόλις τέλειωσε το έργο του, και με το φως της αυγής να γλυκοχαράζει, φώναξε τους κάβουρες να το δουν. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, αντί να του δώσουν συγχαρητήρια έσκασαν στα γέλια, αφού είχε τοποθετήσει σε λάθος σημείο τις τάφρους και τους πύργους του Κάστρου. Μετά από λίγη ώρα δε, το Κάστρο άρχισε να πέφτει από μόνο του. «Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει», του είπαν οι κάβουρες και έσκασαν στα γέλια για ακόμη μια φορά.
Την τρίτη φορά, το κουβαδάκι διάλεξε έναν σκληρό βράχο πλάι στην ακροθαλασσιά. Κουράστηκε τα διπλά, κουβαλώντας την άμμο πάνω στο βράχο και χτίζοντας το κάστρο του τούβλο – τούβλο, όμως με τα πολλά τα κατάφερε. Αφού εργάστηκε για ώρες ολόκληρες με τον ήλιο να το ζεσταίνει και αφού ολοκλήρωσε το έργο του, φώναξε τα καβουράκια να το δουν.
Αυτά πάλι, που τόσο καιρό δεν ήθελαν να παραδεχτούν το ταλέντο του, θέλησαν να επιβλέψουν το κάστρο από μέσα. Προς μεγάλη τους έκπληξη όμως, και καθώς έκαναν να σκαρφαλώσουν το βράχο, τα κύματα της θάλασσας έσκαγαν πάνω τους και τα τραβούσαν ξανά πίσω στο νερό, χωρίς να τα αφήνουν ποτέ να φτάσουν αρκετά ψηλά.
«Το κάστρο σου είναι απόρθητο!», παραδέχθηκαν τα καβούρια με τα πολλά.
«Τότε ή στραβός είναι ο γυαλός ή… στραβά αρμενίζετε!», τους είπε το κουβαδάκι και έσκασε στα γέλια με το πάθημά τους.
Το κάστρο του πάλι, που με τόσο κόπο κατάφερε να κατασκευάσει, έμεινε εκεί στο βράχο για μέρες, ώσπου με τα πολλά έγινε λάσπη όχι από το κύμα αλλά από τις πρώτες σταγόνες βροχής του φθινοπώρου.