ΈΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΚΡΥΟ ΚΑΦΕ κάποτε δεν μπορούσε να περιμένει την ώρα για να ξανάρθει το καλοκαίρι. "Τι ωραία που θα 'ταν να βρισκόμασταν τώρα στα νησιά", έλεγε και ξανάλεγε, και αναπολούσε όλες τις όμορφες στιγμές που είχε περάσει τα περασμένα καλοκαίρια. Έξω όμως ήταν ακόμα χειμώνας, και έτσι αυτό καθόταν με τις ώρες και έβαζε με την φαντασία του μαγευτικές αμμουδιές στο Αιγαίο και κύματα να φτάνουν ως τα πόδια του.
Κάθε φορά που έβλεπε λοιπόν σύννεφα και βροχές αντί για ήλιο, τραβούσε απότομα τις κουρτίνες για να μην απογοητευτεί. Όσες φορές πάλι έβγαινε έξω από το σπίτι και χρειαζόταν να πάρει ζακέτα, στενοχωριόταν πολύ που δεν μπορούσε ακόμη να χαρεί την ζέστη του καλοκαιριού μέσα στο Φλεβάρη.
Έτσι λοιπόν μια μέρα, αποφάσισε να πάει μόνο του στην θάλασσα. Μάζεψε τα πράγματά του, αγόρασε ομπρέλα, ψάθες, αντηλιακό, κουβαδάκια και βατραχοπέδιλα, και ξεκίνησε για την κοντινότερη παραλία από την οποία θα μπορούσε να βλέπει τα νησιά στον ορίζοντα. Φτάνοντας απογοητεύτηκε πολύ που δεν βρήκε εκεί ψυχή. "Δεν πειράζει, ας βουτήξω...", σκέφτηκε, χωρίς να πτοηθεί, και στέριωσε την ψάθα βάζοντας πάνω της πετραδάκια. Έπειτα τοποθέτησε με υπομονή την ομπρέλα στην άμμο, και φόρεσε μπρατσάκια και βατραχοπέδιλα.
Αφού ετοιμάστηκε καλά καλά, σκέφτηκε να κάνει το πρώτο βήμα να μπει στην θάλασσα. Μόλις όμως ακούμπησε το νερό, κρύωσε απότομα και έκανε να τραβηχτεί. "Κρίμα, τόσο κόπο έκανα για να ρθω ως εδώ", σκέφτηκε και προσπάθησε για ακόμη μια φορά να μπει μέσα. Με τα πολλά, κατάφερε να κάνει μερικά μέτρα, όμως το κρύο ήταν τόσο δυνατό που δεν το άφηνε να κάνει βήμα.
"Βλέπω είσαι... χειμερινός κολυμβητής", του είπε ένα παγάκι το οποίο κολυμπούσε ανέμελα λίγα μέτρα παραμέσα στην θάλασσα. "Δεν είμαι, γι' αυτό και ξεπάγιασα", είπε ο καφές τουρτουρίζοντας.
"Τότε καλύτερα να περιμένεις να ρθει το καλοκαίρι για να το απολαύσεις πραγματικά...!", του είπε το παγάκι, και ξέσπασε σε γέλια, αφού γνώριζε πως η θάλασσα όλες τις άλλες εποχές είναι πολύ κρύα για βουτιές.
Ο καημένος ο καφές πάλι, αφού κατάλαβε πως δεν θα άντεχε για πάνω από δέκα λεπτά, βγήκε άρον άρον, και αφού σκουπίστηκε με την πετσέτα, τυλίχθηκε με αυτήν για να μην ξεπαγιάσει. Έπειτα μόλις είδε σύννεφα να μαζεύονται στον ορίζοντα και να κρύβουν τον ήλιο, τα μάζεψε όλα και έφυγε από την παραλία.
"Κάθε πράγμα στον καιρό του λοιπόν", είπε στον καλό μας καφέ μια ζεστή σοκολάτα η οποία τον περίμενε στο σπίτι. Η αλήθεια πάντως είναι, πως όταν ήρθε ο σωστός καιρός, δηλαδή το καλοκαίρι, ο καλός μας ο καφές το απόλαυσε τόσο που έχασε το μέτρημα απ' τα μπάνια.