ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΡΤΑ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα σπίτι αντιπαθούσε πολύ τα πανηγύρια του καλοκαιριού, αλλά και όλων των ειδών τις γιορτές μέσα στη χρονιά. Έτσι, όποτε τα υπόλοιπα λευκά είδη στη ντουλάπα, σεντόνια, μαξιλαροθήκες και παπλώματα διοργάνωναν κάποιο πάρτυ, αυτή καθόταν στο ντουλάπι και κοιμόταν.
"Σε έχει φάει η ναφθαλίνη", της είπε αυστηρά ένα μαξιλάρι μια κρύα μέρα του χειμώνα που η νοικοκυρά την κατέβασε και την άπλωσε πάνω στο κρεβάτι. Έτσι αυτή πείσμωσε και αποφάσισε για πρώτη φορά στη ζωή της να το γλεντήσει. Όσο όμως κι αν έψαξε το ημερολόγιο δεν βρήκε κανένα χειμωνιάτικο πανηγύρι, μα ούτε και κάποια μεγάλη γιορτή που να δικαιολογεί γλέντι.
Έτσι λοιπόν, αποφάσισε να διοργανώσει μόνη της ένα πάρτυ για να το γλεντήσει. Αγόρασε μπαλόνια, πατατάκια και πλαστικά ποτήρια, καθώς και αναψυκτικά, και φρόντισε ώστε να στολίσει το δωμάτιο ανάλογα. Έπειτα τύπωσε προσκλήσεις και τις μοίρασε στα μαξιλάρια, τα σεντόνια και τα παπλώματα του σπιτιού. Κανένα όμως δεν βρέθηκε να της απαντήσει πως θα πήγαινε, παρά μόνο της υπόσχονταν πως "θα δούμε", αφού και αυτή ως εκείνη τη μέρα δεν είχε πάει σε καμία γιορτή.
Μόλις λοιπόν έφτασε η ώρα του πάρτυ, η κουβέρτα στενοχωρήθηκε πολύ που δεν εμφανίστηκε κανένα από τα λευκά είδη. Έτσι έβαλε τα κλάματα, και μιας και δεν είχε κανέναν να πει τον πόνο της, έμεινε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο όπου έπεφτε χιόνι. Και έτσι οι ώρες περνούσαν και αυτή έμενε απαρηγόρητη, ώσπου κάποια στιγμή μπήκε η νοικοκυρά στο δωμάτιο.
Μόλις αυτή είδε το χιόνι, αμέσως κατέβασε άλλες δυο κουβέρτες από τη ντουλάπα. "Και μας μας έχει φάει η ναφθαλίνη", είπαν στην καλή μας κουβέρτα και της πρότειναν μιας και είχε μπει στον κόπο να στήσει ολόκληρο πάρτυ, να διασκεδάσουν παρέα, χωρίς τα σεντόνια, τις μαξιλαροθήκες και τα παπλώματα που δεν της έκαναν την τιμή να εμφανιστούν.
Και έτσι οι τρεις κουβέρτες γλέντησαν αναμεταξύ τους. Το διασκέδασαν μάλιστα τόσο πολύ μετά από τόσο καιρό που τις είχε φάει η ναφθαλίνη, του το γλέντι αυτό έμεινε στην ιστορία ως "τρικούβερτο".