ΕΝΑ ΣΠΙΡΤΟ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα σπίτι αγαπούσε πολύ τους γρίφους και τις σπαζοκεφαλιές και περνούσε ώρες ατελείωτες με ένα βιβλίο και ένα μολύβι στο χέρι μέχρι να μπορέσει να τα λύσει.
Ώσπου μια μέρα, έτυχε να διαβάσει τον πιο δύσκολο γρίφο που είχε βρει ποτέ του:
"Τάισέ με και θα ζήσω. Πότισέ με και θα σβήσω".
έλεγε ο γρίφος. Το σπίρτο απόρησε πολύ που τον είδε και άρχισε να ξύνει το κεφάλι του για να του 'ρθουν ιδέες. Κάποια στιγμή δε, από το πολύ ξύσιμο το κεφάλι του πέταξε σπίθα και το σπίρτο άναψε φωτιά.
"Είσαι καλά;", το ρώτησαν τα άλλα αντικείμενα στο σπίτι, μα αυτό ούτε που κατάλαβε τι είχε συμβεί. Έτσι λοιπόν αναμένο άρχισε να φέρνει βόλτες στο σπίτι μήπως του έρθει κάποια ιδέα και να ρωτάει μήπως τυχόν και βρίσκοταν κάποιος να το βοηθήσει να λύσει το γρίφο.
"Τάισέ με και θα ζήσω...", σιγομουρμούρισε το σπίρτο, έπειτα άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε έξω στη φύση να πάρει αέρα για να σκεφτεί πιο καθαρά. Όσο όμως περπατούσε, τόσο περισσότερο η φλόγα του φούντωνε από το απαλό αεράκι, κι έτσι όποιον συναντούσε στο διάβα του το απέφευγε.
Ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκαν μπροστά του δυο τσακμακόπετρες, οι οποίες ενθουσιάστηκαν πολύ με τη φλόγα του σπίρτου, αφού ώρες ολόκληρες έτριβε η μια την άλλη για να βγάλουν σπίθα ώστε να μαγειρέψουν αλλά δεν το πετύχαιναν ποτέ, αφού μονίμως το προσπαθούσαν βρεγμένες. "Ίσως αν ρωτήσεις τα ψάρια βρουν τη λύση στο γρίφο σου", του είπαν αυτές και προσφέρθηκαν να το ακολουθήσουν ως την ακροθαλασσιά. Το σπίρτο ενθουσιάστηκε πολύ μόλις το άκουσε και πίστεψε πως κάποια γοργόνα ή κάποιο άλλο μαγικό ψάρι με ανθρώπινη λαλιά θα το περίμενε κοντά στα βράχια για να του πει τη λύση. Έτσι δέχθηκε την πρότασή τους χωρίς να πονηρευτεί πως κάτι θα του ετοίμαζαν.
Όταν έφτασαν όμως στην ακροθαλασσιά, το σπίρτο παραξενεύτηκε που δεν είδε κανέναν. Τότε έβγαλε ένα μακρύ καλάμι με πετονιά, έδεσε ένα σκουλικάκι για δόλωμα στο αγκρίστρι και κάθισε υπομονετικά κοντά στο νερό μέχρι να χτυπήσει το πρώτο ψάρι ώστε να το ρωτήσει για το γρίφο. Οι τσακμακόπετρες πάλι, που λίγο νοιάζονταν για γρίφους και σοφίες, σκέφτηκαν να του πάρουν το πρώτο ψάρι που θα έβγαλε και να το κάνουν ψαρόσουπα. Έτσι λοιπόν μάζεψαν ξύλα και πάνω του έβαλαν ένα μεγάλο καζάνι μέσα στο οποίο έβαλαν νερό, καρότα και φρεσκοκομμένο κρεμμύδι, έπειτα άρχισαν να τρίβουν η μια την άλλη ώστε να πετάξουν σπίθα με την οποία να ανάψουν φωτιά.
"Έβγαλα επιτέλους ψάρι!", αναφώνησε το σπίρτο καθώς έβγαλε στην αμμουδιά έναν ροφό, ακριβώς την ίδια στιγμή που οι τσακμακόπετρες κατάφεραν για πρώτη φορά να πετάξουν σπίθα. Πάνω στον ενθουσιασμό τους όμως δεν πρόσεξαν και έτσι μια απ' αυτές παραπάτησε και έπεσε "μπλούμ" μέσα στο νερό. Το σπίρτο ταράχθηκε τόσο που μονομιάς σηκώθηκε από τη θέση του, άφησε το αγκίστρι και ετοιμάστηκε να κάνει βουτιά για να τη σώσει.
Τότε όμως, και μόλις αντίκρισε για πρώτη φορά την αντανάκλασή του στο νερό, είδε τη φλόγα που έκαιγε στο κεφάλι του από την ώρα που πρωτοδιάβασε το γρίφο. "...πότισέ με και θα σβήσω", σιγομουρμούρισε για μια τελευταία φορά, έπειτα έριξε μια μεγάλη βουτιά να σώσει την τσακμακόπετρα και την έβγαλε στη στεριά.
"Η φλόγα σου έσβησε!", αναφώνησαν αυτές μόλις το είδαν να βγαίνει απ' το νερό και αυτό μονομιάς κατάλαβε τη λύση στο γρίφο του. Ήταν "η φωτιά", που όσο την ταίζεις τόσο ζει, κι αν τύχει ποτέ και την ποτίσεις με νερό, σβήνει μονομιάς. Και έτσι το σπίρτο γύρισε πίσω στο σπίτι του με ένα πλατύ χαμόγελο πως είχε βρει αυτό που με τόσο κόπο έψαχνε.
Όσο για τις τσακμακόπετρες; Αφού κατάλαβαν πως τόσο καιρό προσπαθούσαν βρεγμένες να ανάψουν φωτιά, πήραν το μάθημά τους απ' το σπίρτο και έτσι το 'ριξαν κι αυτές στους γρίφους και τις σπαζοκεφαλιές.