ΚΑΠΟΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ήταν μια κούπα ζεστή σοκολάτα, την οποία όλα τα άλλα σκεύη και ασημικά θαύμαζαν πολύ, αφού για όλα τους τα προβλήματα τους έδινε κουράγιο μα και συμβουλές για να τα ξεπεράσουν. Αυτή πάλι, πολύ είχε κουραστεί από αυτή τους την κακή συνήθεια, μα ντρεπόταν πολύ να τους ζητήσει να σταματήσουν.
Ώσπου μια κρύα μέρα του χειμώνα που η κούπα κάθισε κοντά στο παράθυρο για να χαζέψει το χιονισμένο δάσος, μια κουκουβάγια πέταξε μπροστά της. "Σίγουρα θα ήρθε να μου πει πως κρυώνει", σκέφτηκε η κούπα. Όμως η κουκουβάγια απλά την κοίταξε και πέταξε μακριά.
"Αυτή που είναι σοφή, θα ξέρει πως να λύσω τα προβλήματα των άλλων ώστε να σταματήσουν να με ρωτάνε", σκέφτηκε η κούπα. Έτσι έριξε ένα σάλτο και κατέβηκε απ' το παράθυρο, ύστερα φόρεσε βαριά ρούχα και βγήκε έξω στο δάσος για να τη βρει και να πάρει την απάντηση που ζητούσε.
Περπάτησε και περπάτησε, ώσπου κάποια στιγμή την είδε να έχει κουρνιάσει πάνω σε ένα δέντρο. "Καλή μου κουκουβάγια, τι να κάνω για να λύσουν οι άλλοι τα προβλήματά τους και να μη με ρωτάνε άλλο;", τη ρώτησε από το έδαφος, όμως η κουκουβάγια απλά της χαμογέλασε και ύστερα πέταξε σε ένα άλλο δέντρο, πιο ψηλό.
Τότε η κούπα πείσμωσε και βάλθηκε να σκαρφαλώσει ώστε να την φτάσει για να της πει την απάντηση. Έτσι λοιπόν πήρε ένα σχοινί με γάντζο, και αφού το πέταξε ψηλά, σκαρφάλωσε μέχρι να φτάσει στο ύψος της κουκουβάγιας. Αφού το κατάφερε, την ξαναρώτησε: "Καλή μου κουκουβάγια, πες μου πως να λύσω τα προβλήματα των άλλων". Για ακόμη μια φορά η κουκουβάγια όμως της χαμογέλασε και πέταξε σε άλλο δέντρο, πιο ψηλό απ' το προηγούμενο.
Έτσι και την τρίτη φορά, η κούπα πήρε μια μεγάλη σκάλα για να φτάσει στο κλαδί που είχε κουρνιάσει η κουκουβάγια. Στέριωσε τη σκάλα στην ρίζα του δέντρου, έπειτα αφού δέθηκε με σχοινί ώστε να μην κινδυνεύει ανέβηκε με προσοχή ένα ένα τα σκαλιά. Όταν με τα πολλά έφτασε στην κορυφή της σκάλας, τόσο είχε κουραστεί που ξέχασε τι ήθελε να ρωτήσει.
"Πιο εύκολο απ' το να λύνεις τα προβλήματα των άλλων, να τους κάνεις να τα ξεχνάνε", της είπε η κουκουβάγια και της χάρισε ακόμη ένα χαμόγελο που την είχε παιδεύσει, αυτή τη φορά πιο μεγάλο και πιο φωτεινό από ποτέ.
Μόλις το άκουσε η κούπα γύρισε αμέσως στο σπίτι, ικανοποιημένη πως είχε πάρει την απάντηση που έψαχνε. Από τότε και όποτε τύχαινε τα σκεύη και ασημικά του σπιτιού να της πουν κάποιο πρόβλημά τους, αυτή τους χαμογελάει και αντί να τους βρει λύση, βρίσκει χίλιους δυο άλλους τρόπους να το κάνει να ξεχάσουν.
Και έτσι ζήσαν αυτά καλά, και η κούπα καλύτερα, χωρίς πολλές έγνοιες.