Σε ένα ορφανοτροφείο μια φορά ένα παιδάκι είχε ξεχάσει να μαζέψει τα παιχνίδια του. Αυτά βρίσκονταν σκόρπια πεταμένα στο πάτωμα. Στην κορυφή όμως της βιβλιοθήκης του δωματίου, βρισκόταν ένα γουρουνάκι - κουμπαράς. Ήταν φτιαγμένο από πυλό, και στην πλάτη του είχε μια σχισμή μέσα από την οποία μπορούσε κανείς να βάζει κέρματα.
Το γουρουνάκι ήταν τόσο γεμισμένο με κέρματα και χαρτονομίσματα που δεν μπορούσε να κάνει βήμα από το πολύ βάρος. Ένιωθε λοιπόν μεγάλη υπερηφάνεια, αφού είναι ευτυχία για ένα τεμπέλικο γουρούνι το να μην μπορεί να κουνηθεί, αλλά και για έναν κουμπαρά το να μην χωράει άλλα λεφτά. Έστεκε λοιπόν στην κορφή της βιβλιοθήκης, και κοιτούσε αφ' υψηλού τα άλλα παιχνίδια.
Τότε μια μεγάλη πάνινη κούκλα, που βρίσκονταν μισή μέσα στο ντουλάπι, φώναξε στα άλλα παιχνίδια:"Αφού μας ξέχασαν έξω απ' τα κουτιά μας, ας ανεβάσουμε θεατρική παράσταση!"
Όλα τα παιχνίδια εντυπωσιάστηκαν με την ιδέα. Το βαγόνι όμως είπε: "Μπορεί να μην είμαστε κανονικοί ηθοποιοί, μας αξίζει όμως να έχουμε κοινό και αμοιβή". Και όλα τα παιχνίδια συμφώνησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν κοινό, αφού ήταν αργά το βράδυ και όλα τα παιδιά στο ορφανοτροφείο κοιμόντουσαν. Τότε όλα μαζί, με πρώτη την κούκλα, είπαν στο γουρουνάκι:
"Εσύ καλό μας γουρουνάκι, που είσαι εκεί ψηλά και δεν μπορείς να κουνηθείς, ας είσαι για αυτό το βράδυ ο θεατής. Και αν το θέαμα σου αρέσει, μπορείς ένα απ' τα φλουριά σου να μας δώσεις ως αμοιβή".
Το γουρουνάκι συμφώνησε, αφού εκεί ψηλά που βρίσκονταν στην κορυφή της βιβλιοθήκης δεν είχε άλλη διασκέδαση. Σκέφτηκε όμως: "Άς τους πω στο τέλος πως δεν μου άρεσε η παράσταση, για να κρατήσω το φλουρί για τον εαυτό μου"
Τα παιχνίδια έστησαν ολόκληρη θεατρική σκηνή, με τέτοιο τρόπο ώστε το γουρουνάκι να έχει την καλύτερη δυνατή θέα. Άλλα είχαν την ιδέα να αρχίσουν με κωμωδία, και στην συνέχεια να στοχαστούν όλα μαζί ο καθένας για αυτό που τον απασχολούσε. Αφού το σκέφτηκαν καλά καλά και είδαν πως δεν είχαν προβάρει λόγια, σκέφτηκαν να αφήσουν τον καθένα ελεύθερο να πει ό,τι ήθελε. Έτσι το ρολόι άρχισε να μετράει την ώρα "τικ, τακ". Το βαγόνι άρχισε να ξεφυσάει "τσαφ τσουφ". Το κάθε παιχνίδι έκανε τον ήχο του.
Μετά από λίγο, και αφού συγχρονίστηκαν μεταξύ τους, η παράσταση άρχισε να θυμίζει μιούζικαλ. Το ένα μετά το άλλο τα παιχνίδια ξεδίπλωναν το ταλέντο τους μπροστά στο γουρουνάκι, το οποίο παρακολουθούσε εντυπωσιασμένο, αφού ο μόνος ήχος που είχε ακούσει στην ζωή του ήταν αυτός των μεταλλικών κερμάτων. Φάνηκε να το διασκεδάζει για τα καλά, και ζήλεψε πολύ που τα παιχνίδια μπροστά του τραγουδούσαν και χόρευαν. Αφού καλά καλά η παράσταση τελείωσε, πρώτη η πάνινη κούκλα βγήκε μπροστά και του είπε:
"Και τώρα καλό μου γουρουνάκι, αν σου άρεσε η παράστασή μας, θα θέλαμε την αμοιβή μας".
Το γουρουνάκι απάντησε: "Δεν εντυπωσιάστηκα. Χάρη σας έκανα που με είχατε θεατή. Για να σας το αποδείξω, θα προσπαθήσω να τραγουδήσω και να χορέψω καλύτερα από εσάς."
Τότε άπλωσε τα δυο του πόδια για να χορέψει, αλλά έτσι βαριά που ήταν δεν μπόρεσε να τα κουνήσει παρά λίγο. Προσπάθησε να τραγουδήσει, μα δεν κατάφερε παρά μόνο να γρυλίσει. Τα παιχνίδια το κοιτούσαν με απορία.
Άπλωσε για ακόμη μια φορά το δεξί του πόδι, αυτή τη φορά πιο μακριά. Δεν πρόλαβε καλά καλά να στηρίξει το βάρος του σε αυτό, και έπεσε από την ψηλή βιβλιοθήκη και σωριάστηκε στο έδαφος, όπου έγινε χίλια κομμάτια. Και έτσι τα παιχνίδια πήραν την αμοιβή τους.
Την επόμενη μέρα, η καθαρίστρια πέταξε τα κομμάτια του γουρουνιού και στην θέση του βρέθηκε ένα ολοκαίνουριο γουρουνάκι - κουμπαράς, ο οποίος δεν είχε μέσα του ούτε ένα χρυσό νόμισμα. Και κάπως έτσι κλείνει την ιστορία του ένας κουμπαράς και ξεκινάει ο επόμενος, αλλά εμείς θα τελειώσουμε την δική μας ιστορία εδώ.