ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ κάποτε ήταν πολύ περήφανη για την ομορφιά της. Όσο όμορφη κι αν ήταν όμως, άλλο τόσο δεν πλενόταν ποτέ, με αποτέλεσμα να μυρίζει άσχημα από τις ακαθαρσίες του λιβαδιού απ' το οποίο είχε μαζέψει τα λουλούδια της.
Ώσπου μια ανοιξιάτικη μέρα, αποφάσισε να κυνηγήσει την τύχη της. "Μια ανθοδέσμη τόσο όμορφη σαν εμένα, θα μπορούσε άνετα να διακοσμεί γάμο ή βάφτιση", είπε με έπαρση και ταξίδεψε ως την κοντινή πόλη. Αφού έψαξε καλά τα μαγαζιά, βρήκε ένα μαγαζί με είδη γάμου και τοποθετήθηκε στην βιτρίνα του καμαρωτή καμαρωτή.
Την επόμενη κιόλας μέρα λοιπόν την αγόρασε ένας υποψήφιος γαμπρός για τη μέρα του γάμου του. Η νύφη ενθουσιάστηκε πολύ μόλις την είδε. Μόλις όμως έκανε να τη μυρίσει, κοκκίνισε ολόκληρη από το θυμό της. "Αυτή μυρίζει σα λιβάδι", του είπε και την πέταξε απ' το παράθυρο.
Τότε λοιπόν αυτή πείσμωσε και σκέφτηκε να παστωθεί με αρώματα. "Κανείς δεν θα το καταλάβει", είπε και επισκέφτηκε το κοντινό αρωματοπωλείο, όπου έδωσε μια περιουσία για να προμηθευτεί μόνο τα πιο ευωδιαστά από αυτά. Αφού ψεκάστηκε απ' την κορυφή ως τα νύχια, τοποθετήθηκε σε ένα παγκάκι και περίμενε υπομονετικά.
Μετά από λίγη ώρα πέρασε ένας ερωτευμένος, ο οποίος την περιμάζεψε για την δώσει στην καλή του στο ραντεβού τους. Όταν όμως αυτή εμφανίστηκε μετά από λίγη ώρα και έκανε να τη μυρίσει, θύμωσε πολύ, αφού ανάμεσα στα άλλα αρώματα της εξοχής αναγνώρισε και ένα άρωμα γυναικείο. Αφού η ίδια λοιπόν δεν φορούσε αρώματα, πήρε την ανθοδέσμη και την πέταξε όσο πιο μακριά μπορούσε, μέσα σε ένα ποτάμι που περνούσε από εκεί κοντά.
Αφού μούλιασε καλά καλά και όλο το άρωμα που είχε βάλει πάνω της διαλύθηκε στο νερό, η καλή μας ανθοδέσμη βγήκε απαρηγόρητη απ' το ποτάμι και έκατσε κάτω από ένα δέντρο για να στεγνώσει. "Κανείς δεν με θέλει γιατί μυρίζω άσχημα...", σιγομουρμούρισε και έβαλε τα κλάματα. Τόσο πολύ μάλιστα έκλαψε, που τα δάκρυα έπλυναν καλά καλά τα λουλούδια της και όλες οι μυρωδιές, από τα αρώματα μα και από τις ακαθαρσίες του λιβαδιού, καθάρισαν τελείως.
Δεν πρόλαβε η ανθοδέσμη να στραγγίξει από το τελευταίο δάκρυ και εμφανίστηκε ένα μικρό παιδί, το οποίο την περιμάζεψε, της τακτοποίησε τα λουλούδια και πήγε στο σπίτι του, όπου την προσέφερε στην γιαγιά του.
Αυτή, αφού γέμισε τα ρουθούνια της με την υπέροχη ευωδία που έβγαλαν τα λουλούδια της μετά το τελευταίο της μπάνιο, έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο εγγόνι της, αφού τι πιο όμορφο από μια ευωδιαστή ανθοδέσμη για να μπει καλά η Άνοιξη και να μοσχοβολήσει το σπίτι.