ΜΙΑ ΑΠΟΧΗ ΚΑΠΟΤΕ είχε πιάσει τόσες πολλές πεταλούδες που δεν έβρισκε κανένα καινούριο είδος να προσθέσει στη συλλογή της. Τόσο ταλαντούχα ήταν μάλιστα, που δεν υπήρχε ούτε μια πεταλούδα σε ολόκληρο το δάσος που να μπορεί να της ξεφύγει ή που να μην την έχει ήδη πιάσει και να την έχει αφήσει ελεύθερη.
Ώσπου μια μέρα, έτυχε να κρυφακούσει έναν ποιητή που έλεγε στο φεγγαρόφως ένα ποίημα για τα όνειρα. Αφού τον άκουσε με κάθε προσοχή και τον είδε να δακρύζει, αναρωτήθηκε: «τόσο άπιαστα είναι πια αυτά τα όνειρα που ούτε εγώ δεν μπορώ να τα πιάσω;».
Την επόμενη μέρα λοιπόν έβαλε ένα μεγάλο στοίχημα με τον εαυτό της: πως θα έπιανε το όνειρο και πως θα έδειχνε σε όλους πως δεν υπήρχε πραγματικά τίποτα να μπορεί να της ξεφύγει. Έτσι κι έγινε. Αφού μάζεψε τα πράγματά της, βγήκε στο δρόμο να γυρέψει το όνειρο. Προβληματίστηκε όμως πολύ, αφού δεν ήξερε από που να αρχίσει.
Έτσι λοιπόν περπάτησε και περπάτησε, ώσπου κάποια στιγμή την έπιασε βροχή και έγινε μούσκεμα. Αφού βράχηκε καλά καλά, κρύφτηκε μέσα στην κουφάλα ενός δέντρου όπου την έπιασε στενοχώρια μην τυχόν και έβαλε μπρος να πιάσει το άπιαστο. Μόλις όμως τα σύννεφα παραμέρισαν και η βροχή σταμάτησε, είδε πίσω από τα πιο μακρινά βουνά να υψώνεται ένα ουράνιο τόξο. «Τα χρώματά του είναι βγαλμένα από κάποιο όνειρο!», αναφώνησε μόλις το είδε και έβαλε μπρος να το πιάσει.
Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, ώσπου με τα πολλά έφτασε στους πρόποδες του βουνού. Κι ύστερα ανέβηκε με πολύ κόπο τη βουνοπλαγιά, πιστεύοντας πως θα πιάσει το ουράνιο τόξο. Όσο όμως ανέβαινε στο βουνό, τόσο την φαίνονταν πως το ουράνιο τόξο απομακρύνονταν. Ώσπου με τα πολλά κατάφερε κι έφτασε στην κορυφή. Μόλις όμως έκανε με το δίχτυ της να πιάσει το ουράνιο τόξο, αυτό διαλύθηκε μπροστά στα μάτια της και αυτή έμεινε να απορεί με το γαλάζιο του ουρανού. «Έχασα το όνειρο;», αναρωτήθηκε αυτή. Στενοχωρήθηκε δε τόσο πολύ που έβαλε τα κλάμματα και σταματημό δεν είχε.
Ώρες ολόκληρες αργότερα, και αφού ο ήλιος κρύφτηκε και τη θέση του πήρε το φεγγάρι στον ουρανό, μια κουκουβάγια που την είδε σκέφτηκε να την παρηγορήσει. «Μην κλαις, γιατί μόλις κατέβεις το βουνό, όνειρα σε γυρεύουν πολλά», της είπε. Έτσι η καλή μας απόχη, αφού σκούπισε τα δάκρυά της, πήρε το δρόμο του γυρισμού και με πολλή προσοχή κατέβηκε τη βουνοπλαγιά με τον ίδιο τρόπο που την ανέβηκε.
Μόλις έφτασε στους πρόποδες του βουνού την περίμενε ένας ψαράς, ο οποίος στην πλάτη του κουβαλούσε μεγάλη ψαριά. «Ωχ θα με κάνει δίχτυ για τη δουλειά του», σκέφτηκε αυτή μόλις τον είδε και έκανε να του ξεφύγει, όμως αυτός έτρεξε γρηγορότερα και την έπιασε. Αφού της έσπασε το κοντάρι και της έσκισε με προσοχή τα δίχτυα, με πολλή αγάπη της κόλλησε φτερά καθώς και λογής λογής φανταχτερά μαργαριτάρια. Ύστερα γύρισε σπίτι του και την κρέμασε πάνω από μια κούνια, αφού στην οικογένειά του μόλις είχε έρθει ένα καινούριο μωρό.
«Πλέον δεν είσαι απόχη αλλά ονειροπαγίδα», της είπε και μόλις αυτή είδε το μωρό στην κούνια ξετρελάθηκε. Ύστερα του νανούρισε γλυκά για να το αποκοιμήσει και ονειρεύτηκε μαζί του. Τόσο μάλιστα την συνεπήραν τα όνειρά του από εκείνη τη μέρα ονειρεύονται και πιάνουν τα όνειρα μαζί.