ΈΝΑΣ ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ ΚΑΠΟΤΕ ήταν μεγάλος υπναράς. Είχε δε την κακή συνήθεια να τον παίρνει ο ύπνος όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, χωρίς να βάζει ξυπνητήρι ή να ειδοποίηση από άλλους.
Έτσι λοιπόν μια μέρα, έτυχε να οργανώσουν εκδρομή με τα άλλα είδη camping στην αποθήκη. Θα πήγαιναν στην κοντινότερο βουνό όπου θα κατασκήνωναν για να πάρουν φρέσκο αέρα και για να απολαύσουν τη μαγεία της φύσης. Ο καλός μας υπνόσακος ενθουσιάστηκε μόλις το άκουσε, όμως μόλις μπήκε στις αποσκευές του λεωφορείου μαζί με τα άλλα είδη camping, αποκοιμήθηκε αμέσως.
Μόλις ξύπνησε, τρομοκρατήθηκε πολύ με αυτό που αντίκρισε: βρισκόταν μόνος του στο χώρο αποσκευών του λεωφορείου, με την πόρτα ανοιχτή, όμως απ' έξω δεν έβλεπε κανέναν απ' τους φίλους του παρά μόνο μια στάση άδεια από κόσμο. Γεμάτος αγωνία έδωσε ένα σάλτο και βγήκε από το λεωφορείο, όμως παραξενεύτηκε ακόμη περισσότερο μόλις συνειδητοποίησε ότι κοντά στη στάση δεν βρισκόταν καμία κατασκήνωση. "Μήπως είδατε σε ποια στάση κατέβηκαν οι φίλοι μου;", πήγε να ρωτήσει τον οδηγό όμως μόλις αυτός είδε ότι το λεωφορείο του είχε αδειάσει έβαλε μπρος και έφυγε άρον - άρον δίχως να του δώσει απάντηση.
Έτσι ο καλός μας υπνόσακος άρχισε να ψάχνει παντού. "Σίγουρα χάθηκα", σιγομουρμούρισε μόλις διάβασε τις πινακίδες στη στάση. Ύστερα ξεχύθηκε στο διπλανό χωριό και άρχισε να ρωτάει όποιον έβρισκε μπροστά του. Με τα πολλά βρήκε έναν ορειβάτη ο οποίος του έδωσε οδηγίες για το κοντινότερο camping, τις οποίες μάλιστα σημείωσε σε χάρτη ώστε σίγουρα να μην χαθεί.
Ο υπνόσακος με ενθουσιασμό άρπαξε τον χάρτη απ' τα χέρια του ορειβάτη και κίνησε για να βρει τους φίλους του. Πέρασε μέσα από βάλτους και δάση με πυκνά δέντρα, καθώς και δύσβατα μονοπάτια που ούτε φανταζόταν ότι υπήρχαν. Τόσο πολύ περπάτησε που κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε χαθεί. Τότε έβγαλε ξανά τον χάρτη να δει που βρίσκεται, όμως για κακή του τύχη από το πουθενά πετάχτηκαν δυο άγριοι λύκοι με κοφτερά δόντια που έκαναν να τον πλησιάσουν για να τον κατασπαράξουν. Τρόμαξε τόσο που το 'βαλε κατευθείαν στα πόδια και οι λύκοι τον πήραν ξωπίσω.
Όσο περισσότερο τον κυνηγούσαν, τόσο αυτός έτρεχε να τους ξεφύγει. Έτσι βρέθηκαν να κυνηγιούνται για ώρες ατελείωτες, ώσπου με τα πολλά τα μάτια του υπνόσακου άρχισαν να κλείνουν απ' την αϋπνία, αφού τόσο καιρό ήταν συνηθισμένος κάθε τρεις και λίγο.
Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του παρεξενεύτηκε πολύ με αυτό που είδε: βρισκόταν μέσα στον χώρο αποσκευών του λεωφορείου, μαζί με τα άλλα είδη camping τα οποία περίμεναν πως και πως να ανοίξει η πόρτα για να βγουν. Μόλις τους αφηγήθηκε την ιστορία του, αυτά ξέσπασαν σε δυνατά γέλια με το πάθημά του: "εφτιάλτης ήταν, πάει, πέρασε!", του είπαν και αυτός γέλασε με τη σειρά του δυνατά μόλις το κατάλαβε.
"Αυτά παθαίνεις όταν κοιμάσαι χωρίς να βάζεις ποτέ ξυπνητήρι!", του είπαν και του εξήγησαν ότι μάλλον θα είχε αγχωθεί μην τύχει και φτάσουν στον προορισμό τους και δεν τον ξυπνήσει κανένας.
Και ο καλός μας υπνόσακος με τη σειρά του το πήρε απόφαση να κοιμάται λιγότερο, ή τουλάχιστον να βάζει ξυπνητήρι ώστε να σιγουρεύεται πως δεν θα ξεχαστεί.