EΝΑΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ κάποτε σε ένα σπίτι ήταν πολύ ειλικρινής και δυσκολευόταν πολύ να πει την παραμικρή κολακεία. "Έχω μάθει να λέω τα πράγματα όπως πραγματικά είναι", έλεγε στα άλλα σκεύη και ασημικά κάθε φορά που περνούσαν από μπροστά του, αλλά αυτά δεν ήθελαν να τον βλέπουν ούτε ζωγραφιστό γιατί τους έδειχνε όλα τους τα ελαττώματα. Και έτσι αυτός έμενε χωρίς παρέα, και τα άλλα σκεύη και ασημικά δεν του έλεγαν ούτε καλημέρα.
Ώσπου μια μέρα, έτυχε να περάσει από μπροστά του η ζυγαριά του σπιτιού. "Καλημέρα σας κυρία ζυγαριά",της είπε, "εσείς πώς καταφέρνετε και σας λένε καλημέρα το πρωί;".
"Εγώ είμαι χαλασμένη εδώ και χρόνια, και έτσι αν κάποιος ανέβει πάνω μου για να ζυγιστεί, προτιμώ να τον δείχνω λιγότερα κιλά απ' όσα είναι", του απάντησε αυτή. "Όχι μόνο τους κολακεύει, αλλά τσακώνονται για το ποιος θα πρωτοανέβει πάνω μου να ζυγιστεί", συνέχισε και με αυτά τα λόγια τον καλημέρισε.
Έτσι λοιπόν και ο καθρέφτης αποφάσισε να δείχνει τα άλλα σκεύη και ασημικά πιο αδύνατα και όμορφα απ' ότι πραγματικά είναι, ώστε να αρχίσουν να του μιλάνε και να τον κάνουν παρέα. Μονομιάς ξέχασε και την ειλικρίνεια και την αξία του να λέει κανείς μόνο αλήθεια στους άλλους.
Πρώτος, λοιπόν, πέρασε από μπροστά του ένας διακοσμητικός αμφορέας, ο οποίος αντίκρισε το είδωλό του με την άκρη του ματιού του. "Σαν να έχασα λίγο στα μάγουλα...", σκέφτηκε, και γύρισε για να κοιταχτεί καλύτερα. Τότε ο καθρέφτης έβαλε τα δυνατά του για να τον δείξει όσο πιο όμορφο και αδυνατισμένο μπορούσε.
Δεύτερο, πέρασε ένα πορσελάνινο βάζο, το οποίο εντυπωσιάστηκε πολύ μόλις αντίκρισε το είδωλό του."Βρε... δες καμπύλες που έχω κάνει!", αναφώνησε. Μόλις το άκουσε, ο καθρέφτης έβαλε τα δυνατά του για να το κάνει τις καμπύλες του να φαίνονται ακόμη πιο όμορφες και στρογγυλές.
Τρίτο, πέρασε από μπροστά του ένα ανθοδοχείο με πλαστικά λουλούδια. Μόλις τα είδε, ο καθρέφτης έβαλε τα δυνατά του για να τα κάνει να μοιάζουν όμορφα και φρέσκα στην αντανάκλαση του ανθοδοχείου. "Για δες, τι όμορφα λουλούδια που έχω!", αναφώνησε το ανθοδοχείο, και έμεινε να κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη με τις ώρες.
Και έπειτα, τα νέα μαθεύτηκαν και όλα τα σκεύη και ασημικά του σπιτιού άρχισαν το ένα μετά το άλλο να μαζεύονται μπροστά στον καθρέφτη, ο οποίος τα έδειχνε όλα πιο όμορφα και πιο αδυνατισμένα ώστε να ασχολούνται μαζί του. Τόσο πολύ μάλιστα ευχαριστήθηκε με την προσοχή που του έδειχναν, που είχε μάθει όλες τις κολακείες απ' έξω κι ανακατωτά και έλεγε σε όλους τις ίδιες: "έχεις ομορφύνει - πολύ σου πάει αυτό που φοράς - είσαι μια σκέτη ζωγραφιά". Απ' όλα τα σκεύη και ασημικά όμως, μόνο το χρυσό έπαθλο δεν εμφανίστηκε μπροστά του, και ο καθρέφτης ένιωσε μεγάλη περιέργεια να μάθει αν οι κολακείες του θα έπιαναν και εκεί.
Μέρες ολόκληρες αργότερα, και αφού έψαξε όλο το σπίτι, κατάφερε να το βρει: ήταν τοποθετημένο πάνω στη ζυγαριά, η οποία είχε σπάσει σε μικρά μικρά κομματάκια από το βάρος του. Ξωπίσω του βρίσκονταν και τα άλλα σκεύη και ασημικά που κι αυτά είχαν περιέργεια για το που είχε χαθεί.
"Πίστεψε πως της άξιζε χρυσό έπαθλο για τα ψέμματα που έλεγε τόσα χρόνια", τους εξήγησε αυτό μόλις τα είδε. "Μόλις όμως ανέβηκα πάνω της, ράγισε από το βάρος του χρυσαφιού μου. Γιατί χρυσό έπαθλο αξίζει να έχει όχι αυτός που λέει τα μεγαλύτερα ψέμματα, αλλά τις μεγαλύτερες αλήθειες", συνέχισε και έκανε να δει το είδωλό του στον καθρέφτη.
Ο καθρέφτης πάλι ντράπηκε τόσο που ράγισε και έσπασε κι αυτός και έγινε δεκάδες μικρά κομματάκια, ένα για το κάθε ψέμα που είχε πει εκείνες τις μέρες.