ΜΙΑ ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ ΓΙΡΛΑΝΤΑ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο θεωρούσε τον εαυτό της ανώτερο από τις άλλες γιρλάντες, τις πράσινες και τις ασημένιες. "Εγώ δεν είμαι στολίδι σαν εσάς αλλά αξεσουάρ για ακριβό κοστούμι", τους έλεγε και αυτές έσκαγαν στα γέλια μαζί της αφού τη θεωρούσαν φαντασμένη και μεγαλοπιασμένη. "Καλύτερα τότε να πας να διακοσμήσεις καμιά βιτρίνα", βρέθηκε μια μέρα μια ασημί γιρλάντα να της πει.
Έτσι κι αυτή βρήκε ευκαιρία κάποια στιγμή που δεν κοιτούσε η νοικοκυρά και αφού κατέβηκε από το δέντρο, πήγε και κρεμάστηκε απ’ τον καλόγηρο όπου βρισκόταν ένα γούνινο παλτό. Μόλις την είδε η νοικοκυρά όμως εκνευρίστηκε πολύ αφού είχε κουραστεί πολύ για να τακτοποιήσει το σπίτι. "Πως βρέθηκε αυτό εδώ;", σιγομουρμούρισε και την πέταξε στα σκουπίδια.
Η γιρλάντα πάλι καθόλου δεν πτοήθηκε: άνοιξε τη σακούλα απορριμάτων στην οποία την είχε πετάξει η νοικοκυρά και ξεχύθηκε στους δρόμους της πόλης. Περπάτησε και περπάτησε, κοιτάζοντας βιτρίνες στα μαγαζιά, ώσπου εντόπισε ένα μαγαζί με μια πολύ μεγάλη, γυαλιστερή βιτρίνα με ακριβά φορέματα και πλαστικές κούκλες να τα φοράνε. Αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν την έβλεπε κανένας και με γρήγορες, σβέλτες κινήσεις, μπήκε από την πόρτα του μαγαζιού και έκατσε στον ώμο της πλαστικής κούκλας που φορούσε το πιο ωραίο απ’ αυτά, ωσάν να ήταν γουνάκι.
"Είναι για τα καρναβάλια!", αναφώνησε ο καταστηματάρχης μόλις την είδε στη βιτρίνα και αμέσως έβαλε τις φωνές στην υπάλληλο στο ταμείο, πιστεύοντας πως αυτή είχε τοποθετήσει τη γιρλάντα εκεί για να κάνει πλάκα. Έτσι αυτή θυμωμένη την πήρε από τη βιτρίνα και χωρίς πολλή σκέψη την πέταξε στα σκουπίδια.
"Δεν έχουν καθόλου γούστο", σκέφτηκε αυτή, και συνέχισε το ταξίδι της στις βιτρίνες της πόλης, ψάχνοντας να βρει κάποιο σύνολο στο οποίο να ταιριάζει. Αυτή τη φορά έψαξε μέρες ολόκληρες, ώσπου οι μέρες έγιναν βδομάδες. Αφού γύρισε όλη την πόλη και δεν βρήκε βιτρίνα να χωθεί, κατέληξε σε ένα πολυκατάστημα παιχνιδιών του οποίου τα φώτα την θάμπωσαν.
"Ίσως εδώ βρω κάποιο κοστούμι να ταιριάξει μαζί μου", σκέφτηκε και ξεχύθηκε στους διαδρόμους του. Όταν κάποια στιγμή την πήρε το μάτι ενός υπαλλήλου και αυτός άρχισε να τρέχει ξωπίσω της, αυτή έστριψε στα καρναβαλικά. "Θα ταίριαζε γάντι σε αποκριάτικη στολή!", είπε αυτός μόλις την πέτυχε σε μια γωνία και την τοποθέτησε σε ένα σύνολο με μαύρο καπέλο και μπαστούνι.
"Ας είναι...", σκέφτηκε αυτή, που τόσο καιρό έψαχνε να βρει άλλα ρούχα να συμπληρώσει και μονίμως κατέληγε στα σκουπίδια. Έτσι λοιπόν, μια μέρα λίγο πριν το καρναβάλι, η κόρη της νοικοκυράς του σπιτιού από το οποίο ξεκίνησε η ιστορία μας, βρέθηκε στο πολυκατάστημα και ψώνισε την συγκεκριμένη στολή στην οποία βρισκόταν η γιρλάντα για αποκριάτικο πάρτυ.
"Σου πήρε καιρό αλλά επιτέλους κατάλαβες ότι είσαι.... για τα καρναβάλια!", της είπαν οι άλλες γιρλάντες, πράσινες και ασημί που την αναγνώρισαν όταν είδαν την κόρη της νοικοκυράς να την φοράει σε απροκριάτικη στολή και ξέσπασαν σε γέλια. Αυτή πάλι, χαρούμενη που έστω και έτσι κατάφερε να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, απλά χαμογέλασε και ευχαριστήθηκε το πάρτυ.