ΚΑΠΟΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΔΑΣΟΣ ΜΑΚΡΙΝΟ ζούσε μια οικογένεια μαύρων κορακιών, τα οποία ήταν πολύ υπερήφανα για την ράτσα τους. Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα, και η μαμά κορακίνα κλωσούσε κάθε μέρα τα αβγά της με πολύ προσοχή. Ωστόσο την μέρα που τα μικρά πουλάκια άρχισαν να σπάνε το τσόφλι τους για να βγουν, συνέβη κάτι απρόσμενο: ένα από αυτά γεννήθηκε με άσπρα φτερά.
Ο μπαμπάς κόρακας με την μαμά κορακίνα ντράπηκαν πολύ για το μικρό τους κορακόπουλο. Οι μέρες περνούσαν και τα αδελφάκια του αποκτούσαν πλούσια μαύρα φτερά, όμως αυτό δεν είχε ούτε ίχνος μαύρου φτερού πάνω του. Τα άλλα κοράκια το αποκαλούσαν κοροϊδευτικά "το άσπρο πρόβατο" της οικογένειας, και δεν ανέχονταν να στέκονται ούτε λεπτό τριγύρω του γιατί ήταν τόσο λευκό που θύμιζε περιστέρι.
Μια μέρα αυτό απογοητευμένο αποφάσισε να φύγει από το σπίτι. Άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά, πάνω από κάμπους και λιβάδια, κοιλάδες και βουνά. Πέταξε τόσο μακριά που δεν μπορούσε καν να δει το σπίτι του στον ορίζοντα, αλλά όσες φορές κι αν κοίταξε πίσω για να δει αν το γύρεψε κανένας, δεν είδε τίποτα. Όταν σταμάτησε όμως σε ένα ποτάμι για να ξεκουραστεί, ένας κυνηγός το παγίδευσε με το δίχτυ του, το έπιασε και το έβαλε σε ένα κλουβί μαζί με άλλα εξωτικά πουλιά. Του φάνηκε μάλιστα περίεργο, πως βρέθηκε ένα τόσο ιδιαίτερο πουλί στα μέρη του.
Την επόμενη μέρα, ο κυνηγός βγήκε στην αγορά για να ξεπουλήσει. Κόσμος πήγαινε, κόσμος ερχόταν και αγόραζε από αυτόν ό,τι έβρισκε. Σύντομα είχε ξεπουλήσει όλα τα πουλιά που είχε στο κλουβί, μεγάλα και μικρά, όλων των χρωμάτων, μα το άσπρο κοράκι δεν βρέθηκε κανένας που να θέλει να το αγοράσει. Ο κυνηγός απόρρησε και σκέφτηκε πως θα δυσκολευόταν πολύ να βρει αγοραστή για ένα τόσο ξεχωριστό πουλί.
Τότε σκέφτηκε το εξής τέχνασμα: πήρε μαύρη μπογιά και έβαψε ένα - ένα τα φτερά του άσπρου κορακιού. Όταν τελείωσε το έργο του, το κοράκι φαινόταν κατάμαυρο. Το πήγε λοιπόν στην αγορά, και πριν καλά καλά περάσει λίγη ώρα εμφανίστηκε μια άσχημη μάγισσα η οποία ακριβοπλήρωσε για να το αγοράσει.
Αυτή το πήγε σπίτι και αφού του βρήκε κλουβί, άρχισε να κατασκευάζει μαντζούνια και να κάνει ξόρκια. Από την ώρα όμως που έβαλε το κοράκι στο σπίτι της, όλα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά: τα ξόρκια της δεν έπιαναν, τα μαντζούνια της έκοβαν, και οι κατάρες της της γυρνούσαν πίσω. Οι πελάτες της άρχισαν να την αποκαλούν άχρηστη και να της ζητούν να τους επιστρέψει τα χρήματά τους. Αν συνέχιζε έτσι σύντομα θα ξέμενε από δουλειά.
Οργισμένη έπιασε το κοράκι και άρχισε να σφίγγει για να το τιμωρήσει. Καθώς το έσφιγγε όμως τα χέρια της γέμισαν μαύρη μπογιά, αφού το κοράκι άρχισε να ξεβάφει. Τρομαγμένη το πήγε στην μπανιέρα, και το ξέπλυνε με νερό. Όμως καθώς έφευγε η μαύρη μπογιά και χανόταν στο νερό, συνέβη κάτι το αναπάντεχο: τα γκρίζα μαλλιά της μάγισσας έγιναν ξανθά σαν το στάχυ, και οι ρυτίδες του προσώπου της χάθηκαν μια για πάντα. Τα ρούχα της έγιναν φωτεινά και αρχοντικά, και αυτή ένιωσε να πλημμυρίζει απο χαρά, αφού η κατάρα που πριν πολλά χρόνια την είχε μετατρέψει από πριγκίπισσα σε μάγισσα είχε μόλις λυθεί.
Τότε λοιπόν η πριγκίπισσα κατάλαβε πως αυτό το ιδιαίτερο πουλί, το άσπρο κοράκι που δεν το ήθελε κανένα άλλο πουλί στην οικογένειά του, θα της έφερνε μαγική ευτυχία και νιότη για πάντα στην ζωή της. Για να το ευχαριστήσει, αφού πέταξε από το σπίτι της όλα τα μαγικά σύνεργα και τα μαντζούνια, του έφτιαξε ένα κλουβί από καθαρό χρυσάφι.