ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΠΟΤΕ είχε κουραστεί πολύ από τη φασαρία που έκαναν οι τρομπέτες στο κάστρο του. Το κάστρο, το οποίο βρίσκονταν στο κέντρο του βασιλείου, το επισκέπτονταν συχνά έμποροι και ταξιδευτές από όλη την χώρα, με αποτέλεσμα να σφύζει από ζωή και οι τρομπέτες στην πύλη να σαλπίζουν διαρκώς. Τόσο συχνό μάλιστα ήταν το σάλπισμα, που οι υπηρέτες είχαν αρχίσει να τοποθετούν χαλιά στους τοίχους και τα παράθυρα, ώστε να απορροφούν τον ήχο και να μην φτάνει στα αυτιά τους. Μάταια όμως, αφού κάθε φορά που σάλπιζε κάποιος στην πύλη, ο ήχος έφτανε μέχρι τα κουρασμένα αυτιά του γέρου βασιλιά και τον τάραζε.
Μια μέρα όμως, ένας ταξιδευτής που επισκέφτηκε το κάστρο για να πουλήσει την πραμάτεια του, παρουσιάστηκε μπροστά στον βασιλιά και του είπε: "Βασιλιά μου, έχω μια εφεύρεση που πολύ θα σας ανακουφίσει."
Τότε έβγαλε από το σακί του μια τρομπέτα, την οποία σάλπισε μπροστά στα έκπληκτα μάτια και αυτιά του βασιλιά και τον υπηρετών του, χωρίς όμως να βγει ο παραμικρός ήχος. Καθώς ο ξένος φαινόταν να σαλπίζει, στο δωμάτιο επικρατούσε μια υπέροχη ησυχία. Αφού τελείωσε το μυστηριώδες σάλπισμά του, ο ξένος είπε: "Την αποκαλώ αντι-τρομπέτα. Είναι μια τρομπέτα που απορροφάει τους ήχους στον περιβάλλοντα χώρο, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται τίποτα. Μια ακόμη δοκιμή θα σας πείσει".
Ο βασιλιάς τότε πήγε να μιλήσει, αλλά ο ξένος ξανάρχισε το σάλπισμα, με αποτέλεσμα η μιλιά να απορροφηθεί από την αντι-τρομπέτα και να μην ακουστεί τίποτα. Ένας - ένας με τη σειρά, οι υπηρέτες προσπάθησαν να μιλήσουν μπροστά στην αντι-τρομπέτα, χωρίς όμως να ακούγεται η φωνή τους, παρά μόνο φαίνονταν τα χείλια τους να ανοιγοκλείνουν στα βουβά. Μόλις ο ξένος τελείωσε το σάλπισμα, ο βασιλιάς φώναξε στην αίθουσα: "Την αγοράζω όσο-όσο, και αγοράζω και όσες ακόμη έχεις μαζί σου!"
Ο ξένος έφυγε από το Κάστρο με δέκα τσουβάλια γεμάτα με χρυσά νομίσματα, ξεπουλώντας όλη του την πραμάτεια. Από εκείνη τη μέρα, ο βασιλιάς τοποθέτησε πλάι του και σε όλους τους διαδρόμους του Κάστρου σαλπιστές που κρατούσαν αντι-τρομπέτες, τις οποίες σάλπιζαν διαρκώς. Και ενώ στην πύλη ακούγονταν ο εκκωφαντικός ήχος της τρομπέτας όπως και πριν, μέσα από τους τοίχους του Κάστρου δεν ακουγόταν κιχ. Η ησυχία είχε αρχίσει να εξαπλώνεται παντού, και οι υπηρέτες τόσο την απολάμβαναν που ανάγκαζαν τους σαλπιστές να δουλεύουν μέρα - νύχτα. Ο βασιλιάς μάλιστα όπου πήγαινε, ακόμη και στην τουαλέτα ή την βιβλιοθήκη, είχε από κοντά έναν προσωπικό σαλπιστή με μια αντι-τρομπέτα να σαλπίζει ώστε να έχει ησυχία.
Μερικές εβδομάδες αργότερα και αφού χόρτασε την ησυχία του Κάστρου, ο βασιλιάς θέλησε να επισκεφτεί τους υπηκόους του στην πόλη, ώστε να επιβλέψει την πρόοδό τους. Φόρεσε την αρχοντική του φορεσιά, έπειτα επιβιβάστηκε στην άμαξα και βγήκε από το Κάστρο μαζί με τους ακολούθους του, καθώς και τον προσωπικό σαλπιστή στον οποίο έδωσε εντολή να μην σαλπίσει καθόλου κατά την διάρκεια του ταξιδιού, ώστε να μπορέσει να ακούσει τα αιτήματα των υπηκόων του. Στην έξοδο, άκουσε το ίδιο γνώριμο σάλπισμα από την τρομπέτα της πύλης, το οποίο είχε λησμονήσει και ταράχθηκε. Έπειτα κατηφόρισε προς την πόλη.
Μόλις έφτασε, τον υποδέχθηκε ένα μεγάλο πλήθος χωρικών, οι οποίοι ζητωκραύγασαν για τον βασιλιά τους. Φτάνοντας στην πλατεία τον περίμενε μια μπάντα με πνευστά και κρουστά, η οποία έπαιξε δυνατή μουσική και ξεσήκωσε τα πλήθη. Οι χωρικοί άρχισαν να χορεύουν και να κάνουν μεγάλη φασαρία γύρω από την άμαξα, στήνοντας ένα μεγάλο γλέντι. Ο βασιλιάς πάλι, ο οποίος προσπαθούσε να συνομιλήσει με τους υπηκόους του και να ακούσει τα προβλήματά τους, εκνευρίστηκε πολύ με τον χαμό που έφτανε στα αυτιά του και θέλησε να γυρίσει πίσω στο Κάστρο. Αναπόλησε την ησυχία που είχε αφήσει πίσω. Τότε ζήτησε από τον προσωπικό του σαλπιστή να σαλπίσει την αντι-τρομπέτα, και να μην σταματήσει σε όλη την διάρκεια της διαδρομής. Η άμαξα αναχώρησε και οι χωρικοί έμειναν με τα στόματα ανοικτά και βλέματα απορία.
Στα μέσα της διαδρομής, ο σαλπιστής κουράστηκε και ζήτησε να κάνει ένα διάλειμμα. Ο βασιλιάς δέχθηκε το αίτημά του και ζήτησε από τον οδηγό της άμαξας και όλη την ακολουθία να σταματήσουν στις όχθες ενός ρυακιού που βρίσκονταν στο δρόμο τους, όπου θα μπορούσαν να πιουν νερό και να ξεκουραστούν. Όσο οι άλλοι έπιναν νερό, κάνοντας όσο λιγότερο θόρυβο μπορούσαν, ο βασιλιάς παρέμεινε στην άμαξα ώσπου έφτασε στα αυτιά του μια απρόσμενη, γλυκιά μελωδία.
Μόλις κατέβηκε από την άμαξα, όλοι φοβήθηκαν ότι τον ενόχλησαν με την φασαρία τους. Ο σαλπιστής έκανε να φυσήξει την αντι-τρομπέτα, όμως ο βασιλιάς του έκανε νόημα με το χέρι: "Τα αυτιά μου απολαμβάνουν πολύ την ησυχία, αλλά σαν την μελωδία από το κελάρυσμα του νερού δύσκολο να ξαναβρεις."