Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας συγγραφέας, ο οποίος συνήθιζε να κάθεται με τις ώρες μπροστά στο τζάκι του και να εμπνέεται, γράφοντας λογοτεχνία.
Τον άνθρωπο αυτόν τον είχε επισκεφτεί παλαιότερα ο πονηρός Έρωτας, τον οποίο ανυποψίαστος φιλοξένησε στο σπίτι του για να τον γλιτώσει από την μπόρα που μένοταν έξω. Ομως ο ατίθασος αυτός νέος, όπως συνηθίζει όταν βλέπει μοναχικούς ανθρώπους, τον σημάδεψε με το μυθικό του τόξο, πετυχαίνοντάς τον στην καρδιά.
Αυτός βγήκε από το σπίτι και ερωτεύτηκε αμέσως μια όμορφη χωριατοπούλα, την οποία έβλεπε συχνά και για την οποία είχε ήδη σκέψεις. Όταν όμως συνειδητοποίησε πως αυτή δεν ανταπέδιδε το ερωτικό του ενδιαφέρον, μαράζωσε και ξέσπασε σε κλάμματα. Τόσο είχε βυθιστεί στην θλίψη που αγνοούσε πλήρως το ερωτικό κάλεσμα άλλων κοριτσιών στο χωριό, οι οποίες ήθελαν να τον γνωρίσουν. "Πόσο σκληρός είναι αυτός ο Έρωτας", σκεφτόταν, "που με έκανε να ερωτευτώ μια τόσο όμορφη κοπέλα χωρίς να βρίσκω ανταπόκριση".
Ένα βράδυ σαν το πρώτο με δυνατή βροχή έξω και πολλές βδομάδες αργότερα, ο συγγραφέας είχε καθίσει για ακόμη μια φορά μπροστά στο τζάκι του για να παρηγορήσει την θλίψη του. Τότε χτύπησε η πόρτα. Όταν αυτός την άνοιξε, είδε όχι ένα, αλλά δυο παιδάκια με τόξα, μάλλον δίδυμα, αφού έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Μόλις τα είδε και αφού την πρώτη φορά που έβαλε στο σπίτι του τον Έρωτα έπαθε μεγάλη ζημιά, πήγε να κλείσει την πόρτα. Τότε το ένα από τα δυο παιδιά του είπε:
"Είμαι ο Έρωτας, που γνώρισες τις προάλλες. Αλλά αυτή τη φορά ήρθα να σου γνωρίσω τον αδερφό μου, τον Αντέρω".
Τότε ο δίδυμος αδελφός του Έρωτα, ο Αντέρως, πήρε το τόξο του και τον σημάδεψε. Αυτός γύρισε πλάτη για να μην τον πετύχει το βέλος και έκανε να κρυφτεί, αλλά το βέλος τον βρήκε στον πισινό. Οι δυο δίδυμοι πανηγύρισαν και χειροκροτούσαν, και πραγματικά ο συγγραφέας ένιωσε πως τον περιέπαιζαν και γελούσαν μαζί του, όταν συνέβη κάτι πραγματικά φοβερό: καθώς σκούπισε το τελευταίο του δάκρυ, ένιωθε να αλαφρώνει μέσα του από καθετί που τον βάραινε. Μόλις γύρισε το βλέμμα του, οι δυο δίδυμοι είχαν χαθεί από προσώπου γης.
Τις μέρες που ακολούθησαν ο έρωτάς του για την κοπέλα που δεν τον ήθελε έσβησε σαν από θαύμα. Περπατούσε και την έβλεπε και δεν ένιωθε καμία έλξη για αυτήν. Σύντομα γνώρισε άλλη κοπέλα, η οποία τον είχε ερωτευθεί, και ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά της. Λίγες ακόμη εβδομάδες χρειάστηκαν μέχρι να γεμίσει έρωτα για αυτήν και να ξεχάσει τελείως την πρώτη.
Και κάπως έτσι πήρε ο συγγραφέας το μάθημά του από τον Αντέρω, δίδυμο αδελφό του Έρωτα, ο οποίος μπορεί να μην ξέρει τόσο καλό σημάδι αλλά βρίσκει τον τρόπο και δικαιώνει τους έρωτες που δεν βρίσκουν ανταπόκριση.