Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας σιδεράς, ο οποίος είχε την κακή συνήθεια να πίνει πολλή μπύρα.
Ένα βράδυ που είχε πιει πολύ, και καθώς γύριζε σπίτι του και περπατούσε στο δάσος, ένιωσε να ζαλίζεται. Έτσι λοιπόν, κάθισε κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο για να ξεκουραστεί, και έκλεισε τα μάτια. Μετά από λίγο τα ξανάνοιξε, και αντίκρισε μπροστά του μια ομάδα από ξωτικά, τα οποία του είπαν:
"Αν δεν σταματήσεις το ποτό, σύντομα θα χαθείς. Αν όμως καταφέρεις και το κόψεις, θα σου δώσουμε βραβείο". Και με αυτά τα λόγια χάθηκαν από μπροστά του. Αυτός την επόμενη μέρα δεν ήξερε αν όντως είχε δει στα αλήθεια τα ξωτικά ή στον ύπνο του.
Όμως κράτησε τα λόγια τους, και τις επόμενες μέρες έκανε μεγάλη προσπάθεια να κόψει το ποτό. Βδομάδες ολόκληρες αργότερα, δεν έπινε καθόλου.
Μια μέρα, εκεί που εργαζόταν σκληρά στο σιδηρουργείο του, άκουσε έναν χτύπο στην πόρτα. Όταν πήγε να ανοίξει, αντίκρισε μπροστά του ένα χρυσό ποτήρι μπύρας, τυλιγμένο με κορδέλα. "Το βραβείο που σου υποσχεθήκαμε!", ακούστηκε μια φωνή από το πουθενά.
Το απόγευμα και μόλις σχόλασε από την δουλειά, πήγε στην διπλανή μπυραρία για να το γιορτάσει. Καθώς όμως γέμιζε το χρυσό ποτήρι με μπύρα, παρατήρησε ότι όλη η μπύρα έφευγε από τον πάτο του ποτηριού, ο οποίος είχε μια μεγάλη τρύπα. Γέλασε με το πάθημά του, αφού κατάλαβε πως πλέον δεν είχε καμία ανάγκη το ποτό.
Από εκείνη την μέρα έχει το χρυσό ποτήρι τοποθετημένο ψηλά σε ένα ράφι στην βιβλιοθήκη του, για να θυμάται το πως σταμάτησε να πίνει.