Τα παλιά τα χρόνια ζούσε ένας Αυτοκράτορας φιλάρεσκος και φαντασμένος, ο οποίος είχε τόσο μεγάλη εμμονή με την εμφάνισή του που αγόραζε συνέχεια καινούρια ρούχα. Είχε για κάθε μέρα της εβδομάδας και για κάθε ώρα της μέρας μια διαφορετική φορεσιά στην ντουλάπα του, ώστε να αλλάζει συνέχεια και να μην φοράει ποτέ τα ίδια. Για να ικανοποιεί τα ακριβά του γούστα, έβαζε στους υπηκόους του δυσβάσταχτους φόρους και έστελνε τους στρατιώτες του να τους μαζεύουν με τη βια. Τον φόρο αυτό μάλιστα, τον αποκαλούσε"Φόρο Ενδύματος Βασιλέα", και ζητούσε από τους υπηκόους του να τον πληρώνουν κάθε πρώτη του μήνα. Ο ίδιος απέφευγε τις δημόσιες εμφανίσεις ώστε να μην εξοργίζει τους φτωχούς με τις ακριβές του φορεσιές, τις οποίες κρατούσε για δεξιώσεις μόνο μπροστά στους ευγενείς του παλατιού. Η φήμη του όμως είχε εξαπλωθεί στα πέρατα της οικουμένης.
Μια μέρα επισκέφτηκαν την πόλη δυο ξακουστοί ραφτάδες από την μακρινή Περσία, οι οποίοι είχαν φήμη πως μπορούσαν να κάμουν φορεσιές με τα καλύτερα υλικά σε όλη τη γη. Ο Αυτοκράτορας εντυπωσιάστηκε και τους κάλεσε στο παλάτι, όπου αυτοί του εξήγησαν ότι οι φορεσιές που βγαίνουν από τον αργαλειό τους είναι φτιαγμένες από το καλύτερο ύφασμα, από ένα πολύ ιδιαίτερο μετάξι το οποίο όμως μπορεί να δει κανείς μόνο αν είναι άξιος. "Πρέπει είναι πραγματικά εξαιρετικό ύφασμα", σκέφτηκε ο Αυτοκράτορας.
Και έτσι οι δυο ραφτάδες κλείστηκαν σε ένα δωμάτιο στο Παλάτι και δούλευαν μέρα νύχτα χωρίς να μιλήσουν σε κανέναν, παρά μόνο για να ζητήσουν βελόνες και κλωστή. Ο Αυτοκράτορας παραξενεύτηκε και έστειλε τον πιο πιστό του υπουργό για να τους επιτηρήσει. Όμως ο υπουργός, ο οποίος τους κοίταζε επί ένα ολόκληρο βράδυ από την κλειδαρότρυπα, δεν είδε καμία φορεσιά στον αργαλειό: οι δυο ραφτάδες έραβαν και ξύλωναν χωρίς ύφασμα, πότε σήκωναν το ανύπαρκτο φόρεμα στον αέρα και δήθεν το κοιτούσαν, ύστερα έκαναν ότι έκοβαν με ένα ψαλίδι αλλά χωρίς να πέφτει ύφασμα στο πάτωμα. Ο πιστός υπουργός στην αρχή δίστασε, αλλά έπειτα εμφανίστηκε μπροστά στον Αυτοκράτορα και του μίλησε με ειλικρίνεια, εξηγώντας του ότι πρόκειται για απατεώνες.
"Είναι ανάξιος, γι' αυτό δεν βλέπει την φορεσιά. Και γω που τον είχα για πιστό και τον έκανα υπουργό μου.", σκέφτηκε ο Αυτοκράτορας και έπειτα διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή.
Τις επόμενες μέρες οι δυο ραφτάδες συνέχισαν να ράβουν και να ξηλώνουν μέρα-νύχτα. Όλο το παλάτι είχε αναστατωθεί. Ο Αυτοκράτορας απόρησε, και σκέφτηκε να στείλει ακόμη μια φορά κάποιον να τους επιτηρήσει. "Πρέπει να είναι όμως κάποιος πραγματικά πιστός", σκέφτηκε, και έστειλε την μητέρα του. Η μητέρα του επισκέφτηκε το δωμάτιο των ραφτάδων, αντικρύζοντας πάλι το ίδιο θέαμα: οι ραφτάδες έραβαν και ξύλωναν μέρα-νύχτα. Όταν το ανέφερε στον γιο της, αυτός οργίστηκε αλλά προβληματίστηκε. "Η μητέρα μου σίγουρα μου είναι πιστή, αλλά μήπως δεν είναι πραγματικά άξια να δει το ρούχο;"
Τότε σκέφτηκε να στείλει τον Επίσκοπο, ο οποίος σίγουρα θα ήταν αρκετά. Ο Επίσκοπος όμως, ο οποίος ήταν ο πιο πονηρός απ' όλους και είχε μάθει για την τύχη του υπουργού, επισκέφτηκε τους ραφτάδες και άρχισε να τους κάνει ερωτήσεις. Ζήτησε μάλιστα να επιβλέψει την κατασκευή της φορεσιάς, η οποία κρατούσε μήνες, ώσπου αυτή να ολοκληρωθεί. Στον Αυτοκράτορα ανέφερε ότι η φορεσιά ήταν πανέμορφη, ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, το οποίο θα τον έκανε να λάμπει μπροστά σε οποιονδήποτε άλλο βασιλιά.
"Ο καθένας βλέπει την φορεσιά αυτή διαφορετική, ανάλογα την αξία του μπροστά στον Θεό. Μόλις οι ραφτάδες ολοκληρώσουν την φορεσιά, δεν θα χρειαστεί ποτέ σας ξανά να αγοράσετε καινούρια ρούχα.", είπε στον Αυτοκράτορα. "Αλλά μήπως έτσι όμως θα ήταν καλύτερο να δωρίσετε όλα σας τα παλιά ρούχα στους φτωχούς του βασιλείου;"
Ο Αυτοκράτορας πείστηκε, και την μέρα που του παρέδωσαν την φορεσιά, μοίρασε όλα του τα ρούχα στους υπηκόους του. Οι στρατιώτες με τον Επίσκοπο τα μάζεψαν σε κούτες και τα παρέδωσαν στους φτωχούς, ανάλογα την έλλειψη του καθενός. Οι υπήκοοι ξαφνιάστηκαν από αυτή την κίνηση του Αυτοκράτορα, ο οποίος ως τότε το μόνο για το οποίο ακούγονταν ήταν οι δυσβάσταχτοι φόροι και οι κακοεξοδιές του σε ακριβά ρούχα.
Πίσω στο παλάτι, ο Αυτοκράτορας φόρεσε την νέα του αόρατη φορεσιά, και την πρόβαρε μπροστά στον καθρέφτη. "Ω μα είναι υπέροχη", του είπε ο Επίσκοπος, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από την πόλη, και οι δυο ραφτάδες συμφώνησαν και άρχισαν να του εξηγούν πόσες μέρες τους είχε πάρει το κάθε περίτεχνο εξάρτημα της ανύπαρκτης φορεσιάς. "Μάλλον είμαι ανάξιος, σαν την μητέρα μου", σκέφτηκε αυτός, που είδε τον εαυτό του γυμνό στον καθρέφτη, με μόνο τα εσώρουχα. "Να προσέξω μη τυχόν και το καταλάβουν οι άλλοι".
"Μια βόλτα μπροστά στους υπηκόους σας θα σας πείσει", του είπε ο Επίσκοπος, και ο Αυτοκράτορας συμφώνησε. Οι δυο ραφτάδες ανέλαβαν να του κρατάνε δήθεν την ουρά της φορεσιάς, ώστε να μην τύχει και την πατήσει και σκοντάψει. Πλήθος χωριατών φόρεσαν τα καλά τους ρούχα, δώρα του Αυτοκράτορα το πρωί της ίδιας μέρας, και τον περίμεναν να φανεί. Αυτός άρχισε να παρελαύνει γυμνός, με όλη του την βασιλική ακολουθία και δίπλα του τον Επίσκοπο και τους δυο ραφτάδες, στους δρόμους της πόλης. Οι χωρικοί από την μια σάστισαν με το θέαμα και ξέσπασαν σε γέλια, από την άλλη γέμισαν απορία για το ακριβό δώρο που δέχτηκαν το πρωί.
Ο Αυτοκράτορας όμως και η ακολουθία του συνέχισαν να πηγαίνουν καμαρωτοί μέχρι την πλατεία, όπου ο Επίσκοπος πήρε μόνος του πρωτοβουλία και έβγαλε λόγο: "Ο έχων δυο χιτώνες να δίνει τον ένα, είπε ο Κύριος. Ο καλός μας Αυτοκράτορας όμως για να μας δείξει πόσο νοιάζεται για τον λαό του, αποφάσισε να δώσει όλες του τις φορεσιές ανεξαιρέτως, στους φτωχούς του βασιλείου, και να καταργήσει τον δυσβάσταχτο Φόρο Ενδύματος!". Τότε οι χωρικοί τον καταχειροκρότησαν και από εκεί που τον μισούσαν, κατέληξαν να τον θεωρούν τον πιο αγαπητό Αυτοκράτορα που έχει ποτέ περάσει από το βασίλειό τους. Αυτός από την μια ντράπηκε πολύ, από την άλλη κατάλαβε τι είχε συμβεί στα αλήθεια και αποφάσισε να μην αγοράσει ποτέ του ξανά ακριβά ρούχα.
Και έτσι πήραν όλοι το μαθημά τους, με πρώτο τον Αυτοκράτορα, από τον πονηρό Επίσκοπο ο οποίος γνώριζε τι πήγαν να στήσουν οι δόλιοι ραφτάδες, αλλά αντί να τους πολεμήσει δημόσια θέλησε να τους χρησιμοποιήσει για το καλό του φτωχού λαού.