Πριν πολλά πολλά χρόνια, λέγεται ότι στα βουνά της Ηπείρου κατοικούσαν καλικαντζαράκια. Οι άνθρωποι είχαν βγάλει για αυτά λογής λογής ιστορίες, αλλά κανένας δεν μπορούσε να τα δει γιατί όλη την χρονιά κρύβονταν κάτω από τη γη, και εμφανίζονταν μόνο την παραμονή των Χριστουγέννων.
Μια μέρα ένας παππούλης ξυλοκόπος ανέβηκε στα βουνά για να κόψει ξύλα. Αφού έκοψε αρκετά και τα φόρτωσε στην άμαξα, σκέφτηκε να καθίσει λίγο να ξεκουραστεί. Έτσι λοιπόν, έγειρε κοντά σε μια πηγή με γάργαρο νερό, όμως από το κελάρυσμα του νερού τον πήρε ο ύπνος. Μόλις τον είδαν, οι καλικάντζαροι που βρίσκονταν κάτω από την πηγή βγήκαν στην επιφάνεια και τον μάζεψαν. Όταν αυτός ξύπνησε, βρέθηκε μέσα σε μια πελώρια σπηλιά γεμάτη χρυσές κολώνες και πατώματα, ένα παλάτι κανονικό στο οποίο δεν έφτανε ποτέ το φως του ηλίου. Εκεί δούλευαν λογής λογής καλικαντζαρέοι, οι οποίοι έσκαβαν αδιάκοπα μέσα στο σπήλαιο. Αυτοί λοιπόν τον καλοδέχθηκαν, και του έδειξαν τα πάντα στο παλάτι τους, τα χρυσά τους δωμάτια και τους κήπους. Έπειτα έστησαν ένα πελώριο γλέντι, και συνέχισαν να χορεύουν τριγύρω του ώσπου τον πήρε ξανά ο ύπνος. "Δεν θα πεις όμως το μυστικό μας...!", του σιγοψυθίριζαν στο αυτί.
Μόλις αποκοιμήθηκε, τον πήραν και τον πήγαν στο ακριβώς ίδιο σημείο όπου τον είχαν βρει. Αυτός μόλις ξύπνησε νόμισε ότι είχε δει όνειρο. Με το που πήγε όμως να πάρει την τσάντα του, διαπίστωσε ότι με μεγάλη δυσκολία μπορούσε να την σηκώσει: τα καλικαντζάρια την είχαν παραγεμίσει με χρυσά φλουριά.
Έτσι λοιπόν, αφού κατάφερε με τα χίλια ζόρια να φορτώσει την τσάντα στην άμαξα, γύρισε σπίτι.
Όταν όμως έφτασε, η γυναίκα του τον ρώτησε: "Γιατί δεν πήγες να πουλήσεις τα ξύλα;" Αυτός της έδειξε τα χρυσά νομίσματα για να δικαιολογηθεί. "Που τα βρήκες;", τον ρώτησε πίσω αυτή.
Αλλά αυτός δεν της έλεγε. Και έτσι αυτή, περίεργη όπως όλες οι γυναίκες, αναρωτιόνταν όλη τη νύχτα και ύπνος δεν της κόλλαγε. Τον ρωτούσε συνέχεια και δεν τον άφηνε κι αυτόν να κοιμηθεί.
Έτσι κι αυτός, της διηγήθηκε όλη την ιστορία με τα καλικαντζάρια, με κάθε λεπτομέρεια, και μαρτύρησε το μυστικό. Έπειτα μάζεψε τα φλουριά και τα έβαλε σε ένα σεντούκι, και τα φύλαξε κάτω απ' το κρεβάτι.
Το επόμενο πρωί, μόλις ξύπνησε σκέφτηκε να πάει να αγοράσει πράγματα στην αγορά, αλλά μόλις άνοιξε το κουτί βρήκε μέσα κοχύλια μέσα αντί για φλουριά, με τα οποία δεν θα μπορούσε να αγοράσει τίποτα αξίας.